Υπάρχουν φορές που η καρδιά επενδύει πριν ρωτήσει τη λογική. Που ο νους δημιουργεί σενάρια με βάση την ανάγκη και όχι την πραγματικότητα. Σε τέτοιες περιπτώσεις γεννιέται ένα κενό: ανάμεσα σε αυτό που δίνει κανείς και σε αυτό που τελικά λαμβάνει. Και τότε έρχεται η σύγκρουση— όχι πάντα με τον άλλον, αλλά κυρίως με τον εαυτό σου.

Ένας από τους πιο ύπουλους μηχανισμούς για τον άνθρωπο είναι η ελπίδα. Η ελπίδα ότι αν μείνεις λίγο ακόμα, αν επιμείνεις σε κάτι που έχει τελειώσει, αν δώσεις λίγο παραπάνω, αν φανείς ακόμα πιο διαθέσιμος, ο άλλος θα δει. Θα σε καταλάβει. Θα σε νιώσει. Θα ταυτιστεί μαζί σου. Θα σε αγκαλιάσει.

Κι όμως, πολλές φορές, όσο κι αν δοθεί κάτι με αλήθεια, ο άλλος δεν μπορεί —ή δε θέλει— να το αισθανθεί στο ίδιο βάθος. Δε φταίει πάντα ο άλλος. Ούτε εσύ. Μερικές σχέσεις είναι φτιαγμένες για να αγαπάει κάποιος πιο δυνατά και ο άλλος πιο δειλά. Κάποιος επενδύει, άλλος απολαμβάνει την προσοχή χωρίς να τη χτίζει. Δεν είναι πάντα κακοπροαίρετο. Έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Είναι θέμα δυναμισμού, ωριμότητας, χρονισμού, ίσως και προσωπικών βιωμάτων. Το πιο επίπονο, όμως, είναι όταν συνειδητοποιεί κανείς πως η αγάπη του δεν ήταν ανεπαρκής— απλώς δεν ήταν επιθυμητή στον βαθμό που θα ήθελε.

Συχνά ταυτιζόμαστε με το κομμάτι της απόρριψης και καταπολεμάμε τα συναισθήματά μας με βάση αυτήν. Η απόρριψη, όμως, δεν είναι άρνηση της ύπαρξης ή της αξίας κάποιου. Είναι απλώς η απουσία ανάγκης. Κι εκεί γεννιέται μια σκληρή αλήθεια: δεν αγαπούν όλοι όπως ελπίζουμε, γιατί δε μας χρειάζονται όπως νομίζουμε.

Κάποιες σχέσεις μοιάζουν έντονες, ότι δε χρειάζονται τίποτα άλλο, ότι είναι ολοκληρωμένες. Στην πραγματικότητα, όμως, καλύπτουν κενά, αλλά δεν έχουν σκοπό να κρατήσουν. Ο ένας βλέπει τη σύνδεση, ο άλλος την εξυπηρέτηση. Ο ένας αισθάνεται το δέσιμο, ο άλλος την άνεση. Έχει διαφορά. Ο πρώτος αρχίζει να πιστεύει πως, ίσως, αν μείνει λίγο ακόμα, κάτι θα αλλάξει. Αυτό συμβαίνει γιατί αυτός ο άνθρωπος προσφέρει, χωρίς να περιμένει την ίδια ανταπόδοση.

Όμως, το να παραμένει κανείς σε μια μονόπλευρη προσπάθεια τελικά δεν είναι υπομονή. Είναι αυταπάτη. Γιατί η αγάπη θέλει δύο για να είναι ολοκληρωμένη. Μόνο όταν φύγει η ψευδαίσθηση ότι ο άλλος «κάποια στιγμή θα δει», γεννιέται η απελευθέρωση. Αν ήθελε, θα το έβλεπε από την αρχή. Η αποδοχή ότι μερικοί άνθρωποι απλώς δε θα ανταποκριθούν ποτέ όπως θα ήθελε κανείς— όχι επειδή δεν μπορούν να αγαπήσουν, αλλά γιατί δεν επιθυμούν να αγαπήσουν εμάς με τον τρόπο που χρειαζόμαστε.

Η αυτογνωσία χτίζεται όταν σταματάς να κυνηγάς αποδείξεις ότι αξίζεις και ξεκινάς να επιλέγεις με βάση την αμοιβαιότητα. Όταν δε ζητάς πια να σε χρειάζονται, αλλά να σε επιλέγουν. Συνειδητά. Χωρίς ανάγκες, χωρίς μισά λόγια και αναπάντητα «ίσως». Η αγάπη που βασίζεται στην ανάγκη, με τον καιρό φθείρεται. Εκείνη που θα αντέξει στον χρόνο είναι αυτή που πηγάζει από καθαρή πρόθεση. Και εκεί βρίσκεται η μαγεία: στο να φεύγεις από κάπου που δε σε βοηθά να εξελιχθείς και να ανθίσεις. Να φεύγεις από εκεί που σε θυμούνται μόνο όταν τους λείπει κάτι — το οποίο δεν είσαι εσύ.

Γιατί κάποτε έρχεται η στιγμή που η ανάγκη για ηρεμία ξεπερνά την ανάγκη για επιβεβαίωση. Κανείς δεν αξίζει να μένει σε έναν ρόλο προσωρινό, περιμένοντας να γίνει μόνιμος. Η αξία δε βρίσκεται στο ποιος μας θυμάται στις απουσίες, αλλά στο ποιος μας διαλέγει στις παρουσίες. Γιατί στο τέλος θα καταλάβεις ότι η αξία σου δεν εξαρτάται από κανέναν που δεν μπόρεσε να τη δει.

Εκεί που βρίσκει κανείς πραγματική πληρότητα, δεν είναι στη λαχτάρα να τον χρειαστούν, αλλά στη χαρά να τον αναγνωρίσουν. Όχι σαν λύση ανάγκης, αλλά σαν επιλογή ψυχής. Το να απομακρυνθείς από κάποιον που δε σε καλύπτει στον βαθμό που θες, δε σημαίνει ότι δεν ένιωσες. Σημαίνει ότι ένιωσες αρκετά για να καταλάβεις. Προστάτευσε τον εαυτό σου από όποιον προσπαθεί να σε κάνει να πιστέψεις το αντίθετο.

Αξίζεις περισσότερα!

Συντάκτης: Νίκη Ντάλντα