Υπάρχουν έρωτες που δεν τους έζησες, απλώς τους ανέπνευσες. Έρωτες στους οποίους δεν κράτησες τίποτα πίσω. Έδωσες το χρόνο σου, τα όνειρά σου, το σώμα σου, τη σκέψη σου, την ίδια σου την ανάσα. Έδωσες όλο σου το είναι με την αφέλεια (και το μεγαλείο) εκείνου που αγαπάει αληθινά.
Κι όμως, ό,τι για σένα ήταν ολόκληρος κόσμος, για εκείνους δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι. Σε είδαν σαν ασφαλές λιμάνι για τις καταιγίδες τους, αλλά ποτέ σαν προορισμό. Σε αναζήτησαν στις σκοτεινές τους στιγμές, αλλά σε ξέχασαν μόλις ήρθε το φως. Σου έκαναν χώρο μόνο όταν οι άλλοι τους έδιωχναν. Και εσύ, με καρδιά που δεν ήξερε να μετρά, ήσουν πάντα εκεί. Όχι από αδυναμία, αλλά από πίστη. Όχι από ανάγκη, αλλά από αγάπη. Κι όταν εκείνοι έφευγαν «όταν τους τέλειωνε», έμενες εσύ με την ελπίδα πως ίσως αυτή τη φορά θα μείνουν. Με την απορία του «γιατί». Με την αβάσταχτη σκέψη: τι έκανα λάθος; Γιατί δεν ήμουν αρκετή; Γιατί δεν κατάλαβαν; Γιατί δεν με είδαν;
Η αλήθεια όμως, όσο κι αν πονάει, είναι πως δεν έκανες τίποτα λάθος. Δεν ήταν η αγάπη σου που είχε πρόβλημα, ήταν η ικανότητά τους να τη δεχτούν. Όταν κάποιος δεν ξέρει να κρατά κάτι τόσο αληθινό, το μετατρέπει σε παιχνίδι. Όταν κάποιος δεν ξέρει πώς να αγαπήσει, φοβάται όποιον αγαπάει χωρίς όρους. Δε σε αντιμετώπισαν σαν παιχνίδι επειδή εσύ ήσουν παιχνίδι. Σε αντιμετώπισαν έτσι επειδή για εκείνους η αγάπη είναι μια παρτίδα που πρέπει να ελέγχουν. Εσύ, όμως, δεν έπαιζες. Εσύ αγαπούσες. Και κάθε φορά που έφευγαν, σου άφηναν πίσω το κενό τους σαν βαρίδι.
Έμενες να αναρωτιέσαι, να γυρνάς τις στιγμές στο μυαλό σου, να ψάχνεις το σημείο που ίσως έσφαλες; Δεν υπάρχει τέτοιο σημείο. Υπάρχει μόνο το θάρρος σου. Το θάρρος να δίνεις, ενώ άλλοι μετρούν. Το θάρρος να περιμένεις, ενώ άλλοι παίζουν. Η πιο δύσκολη αλήθεια είναι αυτή: μερικοί άνθρωποι σε πλησιάζουν όχι για να σε αγαπήσουν, αλλά για να νιώσουν τη ζεστασιά σου ώσπου να βρουν αλλού το φως. Εσύ, όμως, δεν είσαι σταθμός, ούτε καταφύγιο. Είσαι ολόκληρη διαδρομή. Είσαι ολόκληρος κόσμος.
Κάποια στιγμή το καταλαβαίνεις. Το «γιατί» παύει να είναι μαχαίρι και γίνεται μάθημα. Δε φταις εσύ που έδωσες τα πάντα. Φταίνε εκείνοι που δεν είχαν χέρια να τα κρατήσουν. Δεν είναι λάθος να αγαπάς πολύ. Αυτό είναι προνόμιο. Το λάθος είναι να νομίζεις ότι αξίζεις μόνο όσο μένουν. Εσύ αξίζεις γιατί είσαι, όχι γιατί σε επιλέγουν. Και τότε, σιγά σιγά, ο πόνος γίνεται δύναμη. Αναγνωρίζεις την αξία σου, όχι μέσα από τα μάτια τους, αλλά μέσα από τα δικά σου. Μαθαίνεις να κρατάς για σένα αυτό που κάποτε έδινες αλόγιστα. Μαθαίνεις να μη στέκεσαι στην πόρτα περιμένοντας να επιστρέψουν.
Μαθαίνεις ότι η αγάπη σου δεν είναι παιχνίδι. Είναι δώρο. Και το δώρο αυτό το αξίζουν μόνο εκείνοι που ξέρουν να το κρατήσουν με ευγνωμοσύνη. Κι όταν έρθει εκείνος ή εκείνη που θα μείνει, που δε θα παίζει, που δε θα φοβάται, τότε θα καταλάβεις γιατί όλη αυτή η πορεία άξιζε. Όλοι εκείνοι που έφευγαν σου έδειχναν τον δρόμο προς τον εαυτό σου. Σου έδειχναν ότι η απάντηση στο «γιατί» δεν είναι «εσύ». Είναι «εκείνοι». Γιατί εσύ δεν έκανες ποτέ κάτι λάθος. Απλώς, αγαπούσες περισσότερο απ’ όσο εκείνοι μπορούσαν να δεχτούν.
Και τώρα ξέρεις: αυτή δεν είναι αδυναμία. Είναι η μεγαλύτερή σου δύναμη.
