Υπήρξε μια εποχή που το φλερτ είχε βλέμμα. Παύση. Νεύρο. Ένα «τι κάνεις;» που δεν ήταν απλώς ερώτηση, αλλά πρόσκληση. Σήμερα, για πολλούς στα dating apps, το φλερτ έχει γίνει διαδικασία. Σχεδόν αυτοματοποιημένη. Σαν να πατάς κουμπιά μέχρι να βγει αποτέλεσμα. Μπαίνουν στην εφαρμογή, σκανάρουν πρόσωπα, κάνουν match, στέλνουν το ίδιο πρώτο μήνυμα, περιμένουν απάντηση. Αν δεν έρθει, προχωρούν στο επόμενο.

Όχι από κακία. Από συνήθεια. Από κόπωση. Από έναν τρόπο λειτουργίας που μοιάζει περισσότερο με ρομπότ παρά με άνθρωπο που θέλει πραγματικά να γνωρίσει κάποιον. Κι όμως, το παράδοξο είναι αλλού: ενώ σχεδόν όλοι είναι σε dating apps, παραμένει ταμπού να το παραδεχτείς. Σαν να είναι αποτυχία. Σαν να σημαίνει ότι «δεν τα καταφέρνεις έξω». Έτσι, πολλοί μπαίνουν ήδη αμυντικοί. Με μισή αλήθεια. Με μισή διάθεση. Με ένα «ας δούμε» που στην πραγματικότητα σημαίνει «μην περιμένεις πολλά».

Αυτό το ταμπού γεννά και κάτι άλλο: φόβο. Φόβο έκθεσης. Φόβο απόρριψης. Κι όταν φοβάσαι, δε φλερτάρεις. Προστατεύεσαι. Μιλάς ουδέτερα, ασφαλή, άχρωμα. Δε ρισκάρεις να πεις κάτι που θα σε δείξει. Γιατί αν δείξεις ποιος είσαι και δεν αρέσει, πονάει περισσότερο.

Έτσι το φλερτ χάνεται. Όχι επειδή δεν υπάρχει διάθεση, αλλά επειδή δεν υπάρχει παρουσία. Οι συζητήσεις γίνονται επίπεδες. Οι ερωτήσεις ίδιες. Οι απαντήσεις προβλέψιμες. Και κάπου εκεί γεννιέται η αίσθηση ότι «όλοι στα dating apps είναι ίδιοι». Όχι γιατί είναι. Αλλά γιατί μαθαίνουν να κρύβονται με τον ίδιο τρόπο. Το πιο χαρακτηριστικό όμως είναι αλλού: από τα πρώτα κιόλας μηνύματα, πολλοί το οδηγούν στο σεξουαλικό. Όχι με φλερτ, αλλά με βιασύνη, με μια πρόταση που δε χτίστηκε, με ένα υπονοούμενο που δεν κέρδισε χώρο. Δεν είναι τόλμη, είναι παρεξήγηση του τι σημαίνει έλξη.

Η συνεχής επιλογή επίσης κουράζει. Όταν έχεις μπροστά σου δεκάδες πρόσωπα, αρχίζεις να μην επενδύεις σε κανένα. Όλα μοιάζουν προσωρινά. Αν κάτι δε ρέει αμέσως, το αφήνεις. Δεν υπάρχει υπομονή, δεν υπάρχει περιέργεια, δεν υπάρχει το «ας δω λίγο παρακάτω». Το φλερτ όμως θέλει χρόνο. Θέλει χώρο να αναπνεύσει. Και κάπως έτσι, πολλοί άντρες λειτουργούν ρομποτικά χωρίς να το καταλαβαίνουν. Όχι επειδή δε νιώθουν, αλλά επειδή έχουν μάθει να μη δείχνουν. Να μην ξεχωρίζουν. Να μην εκτίθενται. Να κρατούν χαμηλές προσδοκίες για να μην απογοητευτούν.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι εφαρμογές. Είναι ο τρόπος που μπαίνουμε. Γιατί όταν το σ#ξ γίνεται η πρώτη γλώσσα, το φλερτ πεθαίνει πριν καν γεννηθεί. Δε νιώθεις επιθυμητός νιώθεις ένα πρότζεκτ. Σαν να αξιολογείσαι για το αν «θα έμπαιναν». Κι αυτό δεν είναι ενδιαφέρον, δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι χημεία. Είναι ανυπομονησία ντυμένη αυτοπεποίθηση. Αν μπεις για να γεμίσεις κενό, θα φανεί. Αν μπεις από ανασφάλεια, θα βγει άμυνα. Αν μπεις χωρίς διάθεση να γνωρίσεις πραγματικά, το άλλο άτομο θα το νιώσει, ακόμα κι αν δεν μπορεί να το εξηγήσει.

Το φλερτ δεν πέθανε. Απλώς δε χωράει στην ταχύτητα. Δεν αντέχει την έλλειψη ρίσκου. Δε γεννιέται από copy-paste μηνύματα. Θέλει τόλμη. Θέλει αυθεντικότητα. Θέλει κάποιον να πει κάτι λίγο πιο προσωπικό, λίγο πιο αληθινό, έστω κι αν δεν πάρει την απάντηση που θα ήθελε. Ίσως τελικά το πιο ελκυστικό πράγμα σήμερα δεν είναι η τέλεια ατάκα. Είναι να μη λειτουργείς σαν ρομπότ. Να θυμάσαι ότι πίσω από την οθόνη δεν υπάρχει προφίλ, αλλά άνθρωπος. Κι ότι το φλερτ, είτε γίνεται από κοντά είτε μέσα από μια εφαρμογή, ξεκινά πάντα από το ίδιο σημείο: το θάρρος να είσαι παρών.

Συντάκτης: Νίκη Ντάλντα