Από αύριο, θα είναι καλοκαίρι. Ίσως και φέτος, όμως, να πιάσεις τον εαυτό σου να έχει ξεμείνει στην Αθήνα, να έχει χωρίσει από την τότε σχέση σου και όλοι σου οι φίλοι να είναι διακοπές. Να μη σου αρέσει να μένεις στο σπίτι, αλλά να μην έχεις και πού αλλού να πας. Οπότε να είσαι εσύ, ο καφές σου, τα ακουστικά σου και οι σκέψεις σου.

Στο δίπλα δωμάτιο θα ακούγονται φωνές, ως συνήθως. Είναι οι γονείς σου, οι οποίοι δεν έχουν δεχτεί ακόμα ότι ζεις κι εσύ μαζί τους και θέλεις αυτές τις λίγες μέρες που θα είσαι μέσα, να είσαι ήρεμος. Ακόμα και κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο, οι φωνές που ακούγονται θα είναι σαν τη μελωδία που είχες πάντα στα αυτιά σου από παιδί και προσπαθούσες να τη σταματήσεις βάζοντας ακουστικά. Και δεν ήταν πάντα η μουσική πιο δυνατή από την πραγματικότητα.

Για κάποιον λόγο, λοιπόν, αυτό το καλοκαίρι δε θα θέλεις να τα φοράς τόσο συχνά. Θα προτιμάς τις live συναυλίες. Δε σου είναι πια οικείος αυτός ο ήχος, δεν τον θέλεις πια μέσα στο σπίτι σου– σε ενοχλεί. Θα αποφασίσεις, λοιπόν, να πας μια βόλτα. Να πάρεις λίγο αέρα, μπας και ξεφύγεις απ’ ό,τι σε πνίγει. Ξέροντας ότι δυο τρεις φίλοι θα έχουν ξεμείνει στην πόλη σαν εσένα, θα τους στείλεις μήνυμα να βρεθείτε, γιατί το έχεις ανάγκη – όμως κανένας δεν μπορεί. Περίεργο πράγμα να μπορείς εσύ πάντα, προκειμένου να τους δεις χαρούμενους, χωρίς καν να στο ζητήσουν. Δε νομίζεις; Κάπου εκεί θα καταλάβεις σιγά-σιγά τη μοναξιά.

Συχνά αναρωτιόσουν γιατί οι επιλογές που κάνεις βασίζονται πάντα στην απαξίωση, στην απόσταση, στη μη συναισθηματική διαθεσιμότητα. Γιατί σνομπάρεις την αποδοχή, το ενδιαφέρον και την αγάπη. Γιατί τρομάζεις όταν κάποιος σε βλέπει καθαρά και του αρέσει ο χαρακτήρας σου μαζί με τα ελαττώματά του. Γιατί απορείς που δε χρειάζεται να προσποιείσαι κάτι διαφορετικό από αυτό που είσαι. Γιατί φοβάσαι να δεθείς, να αφεθείς, να εμπιστευτείς, ακόμα και να ερωτευτείς;

Όσο περνούσε ο καιρός, συνειδητοποιούσες όλο και περισσότερο τον λόγο. Η φιγούρα του πατέρα ή της μητέρας που είχες σαν παιδί σε απογοήτευσε. Δε σου στάθηκαν όπως θα ήθελες. Δε σου προσέφεραν την ασφάλεια που χρειαζόσουν. Και χωρίς να το καταλάβεις, αυτό έγινε το πρότυπο της αγάπης μέσα σου. Μέχρι τώρα, ήταν αυτό που ασυνείδητα σε έλκυε. Γιατί ήταν γνώριμο. Ήταν «σπίτι». Ήταν αυτό που θεωρούσες το ιδανικό – αλλά δεν είναι.

Μήπως ήρθε ο καιρός να το αποδεχτείς; Μήπως ήρθε ο καιρός να σε αποδεχτείς; Κάπως έτσι αρχίζει η αλλαγή. Σιωπηλά. Δε φωνάζει, δε φαντάζει ταινία. Μοιάζει με ένα απλό απόγευμα, με σένα να περπατάς στη θάλασσα και να σκέφτεσαι ότι αξίζεις κάτι καλύτερο. Αυτή η ηρεμία της θάλασσας είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεσαι. Θα βλέπεις το μπλε, ενώ μέσα σου θα σε περιτριγυρίζει το μαύρο. Δεν είναι ότι ξαφνικά θα πάνε όλα καλά. Αλλά θα καταλάβεις –ίσως για πρώτη φορά– ότι δε φταις εσύ για όλα. Κι ίσως αυτό να αρκεί, για αρχή.

Δε χρειάζεται να είσαι τέλειος ή να ταιριάζεις σε κάποιο πρότυπο που δε σε εκφράζει. Η αληθινή ελευθερία βρίσκεται στο να αγαπάς τον εαυτό σου με όλα του τα κομμάτια. Και τα φωτεινά, και τα σκοτεινά. Η μοναξιά –όσο κι αν πονά– σου μαθαίνει να ξεχωρίζεις ποια είσαι όταν κανείς δεν σε κοιτά. Και κάπου εκεί γεννιέται η ελπίδα. Όχι αυτή η ροζ, η ψεύτικη που λέει «όλα θα φτιάξουν», αλλά η ήσυχη, η γήινη, που σου ψιθυρίζει στ’ αυτί ότι μπορείς να αντέξεις.

Ίσως τελικά να είναι πιο σημαντικό να μάθεις να στέκεσαι στα πόδια σου, παρά να πετάς με δανεικά φτερά. Φτερά που θα σε κάνουν να πετάς για λίγο και, στην πρώτη φουρτούνα, θα σε προσγειώσουν στο έδαφος, χωρίς να ενδιαφερθούν για το αν θα πονέσεις. Είναι καιρός να καταλάβεις ότι, στο τέλος, η πιο σημαντική σχέση που έχεις είναι αυτή που χτίζεις με τον εαυτό σου. Λοιπόν; Θα συνεχίσεις να ψάχνεις σπίτια σε ανθρώπους ή θα αρχίσεις να χτίζεις το δικό σου;

Συντάκτης: Νίκη Ντάλντα