Υπάρχει μια σύγχυση που επαναλαμβάνεται συνεχώς: κάποιοι νομίζουν ότι η υπερβολική εικόνα, οι πόζες και η ανάγκη να τραβούν όλα τα βλέμματα είναι σημάδι αυτοπεποίθησης. Στην πραγματικότητα, είναι το ακριβώς αντίθετο. Η αυτοπεποίθηση είναι σταθερό έδαφος, η ωραιοπάθεια είναι εφέ καπνού. Κι όσο πιο πολλά εφέ βλέπεις, τόσο λιγότερη ουσία υπάρχει από πίσω. Έχω καταλάβει ότι ο άνθρωπος με την πραγματική αυτοπεποίθηση δε χρειάζεται να προσπαθήσει για να φανεί. Δε μιλάει δυνατά για να ακούγεται, δεν μπαίνει σε ένα δωμάτιο για να τον κοιτάξουν, δε ζει για την επόμενη φωτογραφία που «θα τραβήξει τα βλέμματα». Τα τραβάει έτσι κι αλλιώς. Έχει μια αβίαστη ηρεμία που δε φωνάζει, απλώς υπάρχει.
Ο ωραιοπαθής όμως; Αν δεν τραβήξει βλέμμα, είναι σαν να μην αναπνέει. Θέλει πάντα ένα κοινό, μια επιβεβαίωση, ένα φως πάνω του. Ζει μέσα από τις εντυπώσεις, όχι μέσα από τον εαυτό του. Είναι σαν να ξυπνάει κάθε μέρα και να φοράει στολή ηθοποιού πριν βγει από το σπίτι, λες και παίζει έναν ρόλο που δεν πρέπει να χάσει στιγμή.
Και κάπου εκεί κρύβεται η μεγάλη, άβολη αλήθεια: ο ωραιοπαθής δεν εντυπωσιάζει επειδή είναι σίγουρος ή επειδή αισθάνεται όμορφος. Εντυπωσιάζει επειδή φοβάται. Φοβάται μήπως, αν χαλάσει λίγο η εικόνα του, αποκαλυφθεί πόσο λίγα πιστεύει πραγματικά για τον εαυτό του. Φοβάται μήπως δεις το κενό πίσω από το χαμόγελο, το άγχος πίσω από την πόζα, την ανάγκη πίσω από την «τελειότητα». Η ωραιοπάθεια είναι μια συνεχής μάχη με τον καθρέφτη. Όχι για να δεις αν είσαι καλά, αλλά για να δεις αν μπορείς να κοροϊδέψεις και σήμερα τους άλλους — και κυρίως εσένα. Είναι μια εξάντληση. Μια συνεχής προσπάθεια να σταθείς πάνω σε μια εικόνα που ξέρεις ότι στηρίζεται σε σπίρτα. Γιατί ξέρει πολύ καλά ο ωραιοπαθής ότι η αξία του, όπως την αντιλαμβάνεται, είναι δανεική: δανεική από τα μάτια των άλλων.
Αν σταματήσουν να τον κοιτάζουν, νιώθει ότι εξαφανίζεται. Κάθε like, κάθε σχόλιο, κάθε βλέμμα λειτουργεί σαν μικρή δόση ναρκωτικού. Κρατάει για λίγο, ανεβάζει για λίγο, αλλά μετά πέφτει και πρέπει να ξαναπάρει. Κι όσο πιο μεγάλος είναι ο εθισμός, τόσο πιο βαθιά η ανασφάλεια από πίσω. Αυτό είναι το κομμάτι που δε θα σου παραδεχτεί ποτέ ο ωραιοπαθής: ότι μέσα του υπάρχει μια φωνή που του λέει ότι χωρίς εξωτερική επιβεβαίωση δεν αξίζει τίποτα. Ότι «όμορφος» δε νιώθει, απλώς προσπαθεί να φαίνεται. Ότι αν του χαλάσεις τη βιτρίνα, θα τον βρεις να καταρρέει πιο γρήγορα απ’ όσο θα περίμενες.
Αντίθετα, ο άνθρωπος που έχει αυτοπεποίθηση μπορεί να μην είναι τέλειος, μπορεί να μην είναι ο ωραιότερος, μπορεί να μη ζητάει χειροκρότημα, αλλά έχει κάτι που ο ωραιοπαθής δε θα αποκτήσει ποτέ όσο παραμένει φυλακισμένος στην εικόνα του: έχει υπόσταση. Ξέρει ποιος είναι όταν οι άλλοι δε βλέπουν. Ξέρει τι αξίζει χωρίς να χρειάζεται να το πουλήσει. Ξέρει ότι αν κάνει λάθος, δεν καταστράφηκε. Γι’ αυτό και δε χρειάζεται υπερβολές. Δεν τον ενδιαφέρει να πείσει. Η αυτοπεποίθηση δεν είναι φωνή, είναι βάρος. Ένα βάρος που σε κρατάει σταθερό όταν όλα γύρω σου κινούνται.
Η ειρωνεία είναι ότι όσο πιο ωραιοπαθής είναι κάποιος, τόσο πιο εύκολα τον καταλαβαίνεις. Γιατί η υπερβολή πάντα προδίδει αδυναμία. Η αληθινή αυτοπεποίθηση δεν κραυγάζει ποτέ. Δεν είναι το άτομο που κοιτάς επειδή θέλει να φαίνεται, είναι αυτό που κοιτάς επειδή σε τραβάει χωρίς να το προσπαθήσει. Ο ωραιοπαθής προσπαθεί να πείσει. Ο άνθρωπος με αυτοπεποίθηση, απλώς είναι.
Και στο τέλος, πάντα ξεχωρίζει το ατσάλι από τη χρυσόσκονη. Το πρώτο αντέχει. Η δεύτερη φεύγει με το πρώτο φύσημα.
Πρόσεχε λοιπόν ποιον θαυμάζεις. Μερικές φορές αυτό που γυαλίζει δεν είναι χρυσός, είναι το πακέτο που κάποιος έφτιαξε γιατί φοβάται να δείξει την αλήθεια του. Αυτή που έχει όταν σβήσουν όλα τα φώτα.
