Υπάρχουν φιλίες που ξεκινούν απλά, αθόρυβα, σαν ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα της ψυχής. Χωρίς προθέσεις, χωρίς σχέδια, μόνο με την ασφάλεια της παρουσίας του άλλου και την οικειότητα μιας καθημερινής συνύπαρξης. Στην αρχή μοιάζει σαν να έχεις βρει αυτό το στήριγμα που χρειαζόσουν. Ένα στήριγμα που σε κάνει να γελάς, να κλαις, να μοιράζεσαι στιγμές και σκέψεις χωρίς φόβο. Να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου χωρίς να κριθείς. Η φιλία είναι από τα πιο αγνά δεσίματα. Δεν κουβαλά απαιτήσεις, παρά μόνο την αλήθεια της.

Κι όμως, σε μερικές περιπτώσεις, η φιλία μπορεί να μεταμορφωθεί. Ένα βλέμμα που διαρκεί λίγο περισσότερο, μια αγκαλιά που κρατάει πιο σφιχτά, μια ζήλια που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, μια σιωπή που δεν περιμένει εξήγηση. Και εκεί όπου υπάρχει γαλήνη, γεννιέται η φλόγα. Ο έρωτας μπαίνει σαν ανεξέλεγκτη καταιγίδα, ανατρέπει ισορροπίες και κατακλύζει με πάθος. Αυτό που χθες ήταν απλή κουβέντα στο ηλιοβασίλεμα, σήμερα γίνεται καρδιοχτύπι. Η φιλία που γίνεται έρωτας μοιάζει με μαγεία, σαν να αποκαλύπτεται μια αλήθεια που ήταν πάντα εκεί, κρυμμένη πίσω από την ασφάλεια της φιλικής σχέσης.

Η μαγεία όμως αυτή δεν κρατάει για πάντα. Γιατί ο έρωτας έχει και απαιτήσεις. Εκεί που η φιλία έδινε ελευθερία, ο έρωτας φέρνει προσδοκίες. Εκεί που η συντροφικότητα ήταν αυτονόητη, τώρα μετριέται σε πράξεις, σε λόγια, σε επιβεβαιώσεις. Η σχέση που ξεκίνησε σαν λιμάνι, μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Τσακωμοί, παρεξηγήσεις, σιωπές που βαραίνουν, βλέμματα που γίνονται βέλη. Ο ένας περιμένει να γιατρέψει τις πληγές του άλλου, να γεμίσει τα κενά, να επαληθεύσει την αξία του. Και όταν αυτό δε συμβαίνει, επειδή έχουν μάθει και οι δυο να αγαπάνε διαφορετικά, η απογοήτευση γεννά θυμό, ο θυμός καχυποψία, κι έτσι αρχίζει ο κύκλος της φθοράς.

Είναι ίσως η πιο δύσκολη δοκιμασία να βλέπεις τον άνθρωπο που κάποτε ήταν η οικογένεια που έψαχνες, να γίνεται μια άγνωστη ψυχή που δεν ξέρεις πώς να την κρατήσεις στη ζωή σου. Νόμιζες πως τόσο καιρό είχες μάθει όλα τα “κουμπιά”, όλες τις αδυναμίες και τον τρόπο διαχείρισής του σε μια σχέση. Στην πραγματικότητα όμως, όταν υπάρχουν τόσο έντονα συναισθήματα, δεν μπορείς να λειτουργήσεις το ίδιο. Έχεις από τον άλλον περισσότερες απαιτήσεις, επειδή σε είχε γνωρίσει πριν από αυτό.

Ο έρωτας γίνεται άθελά του πεδίο μάχης. Και στον πόλεμο αυτό δεν υπάρχει νικητής. Όποιος κι αν κερδίσει στη διαμάχη, χάνει τον άνθρωπο που κάποτε υπήρξε φίλος, σύντροφος, το άλλο του μισό. Χάνει την αθωότητα, τη σιγουριά, τη γαλήνη. Και μένεις με πληγές, άλλες ορατές κι άλλες κρυφές, βαθιά στην ψυχή. Κι όμως, όσο κι αν ματώνεις, δεν μπορείς να ξεχάσεις πως πριν από τη μάχη υπήρχε η φιλία. Πως πριν τα βέλη, υπήρχαν αγκαλιές. Πως πριν από τις κραυγές, υπήρχε σιωπή γεμάτη αγάπη. Κι αυτό το “πριν” είναι που σε στοιχειώνει, που σε γλυκαίνει και σε πονάει μαζί.

Ίσως εκεί να κρύβεται το πιο σκληρό μάθημα. Πως ό,τι είναι αγνό μπορεί να αρπάξει φωτιά, κι ό,τι φλέγεται μπορεί να καεί. Μα και πως ό,τι καίγεται αφήνει στάχτες, και μέσα στις στάχτες ίσως κρύβεται πάλι μια μικρή σπίθα. Όχι για να ξαναγίνει φωτιά, αλλά για να θυμίζει ότι κάποτε υπήρξε φως. Γιατί η φιλία που γίνεται έρωτας είναι μαγική. Μα ο έρωτας που γίνεται πεδίο μάχης είναι αμείλικτος. Και το αν θα μείνει κάτι ζωντανό μετά, εξαρτάται από το αν θα βρεις τη δύναμη να αφήσεις κάτω τα όπλα. Να σταματήσεις να πολεμάς τον άλλον. Κυρίως όμως να σταματήσεις να πολεμάς τον εαυτό σου.

Συντάκτης: Νίκη Ντάλντα