Αν σταθείς για λίγο στο Μοναστηράκι, εκεί που μπλέκονται τα βήματα των τουριστών, οι φωνές των μικροπωλητών και ο υπόγειος θόρυβος του Ηλεκτρικού, δύσκολα φαντάζεσαι τι συμβαίνει κάτω από τα πόδια σου. Κάτω από τα πλακάκια της πλατείας και τα μαγαζιά με τα σουβενίρ, κρύβεται ένας μεταλλικός σκελετός που κρατά κυριολεκτικά τον σταθμό και σήμερα, αυτός ο σκελετός σκουριάζει.
Τους τελευταίους μήνες, οι μηχανικοί της ΣΤΑΣΥ πραγματοποίησαν οπτικές επιθεωρήσεις στον σταθμό «Μοναστηράκι» της Γραμμής 1 του ΗΣΑΠ. Η εικόνα που αντίκρισαν δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική. Οξειδωμένες δοκοί, φθορές, σταγόνες νερού που πέφτουν αργά από τα σημεία σύνδεσης, σαν ρολόι που μετρά τον χρόνο της εγκατάλειψης. Ο μεταλλικός φορέας της οροφής, αυτός που συνδέει τη Γραμμή 1 με τη Γραμμή 3, παρουσιάζει εκτεταμένη διάβρωση, ενώ σε ορισμένα σημεία οι διατομές των δοκών έχουν διογκωθεί.
Η ΣΤΑΣΥ παραδέχεται το πρόβλημα και κινείται για την εκπόνηση στατικής μελέτης, προκειμένου να εκτιμηθεί με ακρίβεια η φέρουσα ικανότητα της οροφής και να ξεκινήσουν οι επισκευές. Λένε πως οι εργασίες θα διαρκέσουν οκτώ εβδομάδες, όμως όποιος έχει ζήσει τέτοιες παρεμβάσεις στην Αθήνα ξέρει πως ο χρόνος των έργων είναι πάντα πιο ελαστικός από τον χρόνο της καθημερινότητας.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς τεχνικό. Είναι βαθιά πολιτισμικό. Η οξείδωση των δοκών στο Μοναστηράκι είναι το ορατό σύμπτωμα μιας αόρατης φθοράς: της αδιαφορίας για τη συντήρηση, της αίσθησης ότι τίποτα δε χρειάζεται φροντίδα ώσπου να καταρρεύσει. Όποιος κυκλοφορεί καθημερινά με τον Ηλεκτρικό βλέπει την εικόνα. Τοίχοι με υγρασία, χρώματα ξεφλουδισμένα, σταγόνες που πέφτουν στις πλατφόρμες. Δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι το φόντο στο οποίο κινείται η πόλη, μια σταθερά που όλοι έχουμε μάθει να προσπερνάμε.
Το Μοναστηράκι, όμως, είναι κάτι παραπάνω από σταθμός. Είναι το κέντρο της Αθήνας, ένα σημείο όπου η ιστορία της πόλης βρίσκεται παντού γύρω σου, στα αρχαία τείχη που διακρίνονται μέσα από το γυαλί του σταθμού, στα χαλάσματα της Ρωμαϊκής Αγοράς, στα στενά που μυρίζουν καφέ και γιασεμί. Κι όμως, κάτω από αυτόν τον ζωντανό ιστό, ένας σκελετός που χτίστηκε για να αντέξει δέχεται επίθεση από κάτι τόσο απλό και τόσο αμείλικτο: το νερό.
Η διάβρωση δεν ξεκινά ποτέ θεαματικά. Είναι ύπουλη. Μια μικρή διαρροή, μια κακή στεγανοποίηση, λίγο αέρας με υγρασία που εγκλωβίζεται σε λάθος σημείο. Κι έπειτα περνούν χρόνια. Το μέταλλο αλλάζει χρώμα, διογκώνεται, χάνει τη δύναμή του. Μέχρι να το προσέξει κανείς, έχει ήδη προχωρήσει. Οι τεχνικοί της ΣΤΑΣΥ το γνωρίζουν καλά: αυτό που βλέπεις στην επιφάνεια είναι συνήθως μόνο ένα μικρό μέρος του προβλήματος. Το υπόλοιπο είναι θαμμένο κάτω από τα δάπεδα, κάτω από στρώματα τσιμέντου.
Κι όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Σταθμοί του Ηλεκτρικού, από τον Θησείο μέχρι την Κηφισιά, παρουσιάζουν εδώ και χρόνια σημάδια γήρανσης. Η Γραμμή 1, η παλαιότερη του αθηναϊκού δικτύου, λειτουργεί από το 1869, ένα τεχνικό θαύμα που όμως δεν μπορεί να αντέξει χωρίς συνεχή φροντίδα. Και η φροντίδα, στην Ελλάδα, δεν είναι η δυνατή μας πλευρά. Μας αρέσει να εγκαινιάζουμε, όχι να συντηρούμε.
Γι’ αυτό και το Μοναστηράκι δεν είναι απλώς μια κατασκευή που γερνά. Είναι μια μεταφορά για την ίδια την πόλη. Για το πώς αντιμετωπίζουμε ό,τι είναι κοινό, ό,τι δεν ανήκει σε κανέναν και γι’ αυτό δεν το προσέχει κανείς. Η σκουριά δεν είναι απλώς πάνω στο σίδερο· είναι στην κουλτούρα μας.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν είναι δίκαιο. Η ΣΤΑΣΥ έχει περιορισμένους πόρους, οι μηχανικοί κάνουν ό,τι μπορούν, η γραφειοκρατία μπλοκάρει τα πάντα. Κι όμως, η ουσία δεν αλλάζει: μια πόλη που δεν μπορεί να φροντίσει τα θεμέλιά της, δύσκολα θα μπορέσει να σχεδιάσει το μέλλον της. Το Μοναστηράκι είναι το σημείο μηδέν, το γεωγραφικό και συμβολικό κέντρο της Αθήνας. Εκεί, όπου το παρελθόν της πόλης είναι κυριολεκτικά κάτω από το τσιμέντο. Και τώρα, εκεί ακριβώς, οι δοκοί που κρατούν το ταβάνι της φθείρονται από μέσα.
Το πιο ανησυχητικό δεν είναι η φθορά· είναι η αδράνεια. Η συνήθεια να ζούμε πάνω από προβλήματα που απλώς «δεν φαίνονται». Κανείς δε θα τολμούσε να αγνοήσει μια ρωγμή σε ένα σπίτι, αλλά οι ρωγμές της πόλης περνούν απαρατήρητες. Είναι σαν να έχουμε κάνει ειρήνη με τη φθορά, να έχουμε αποδεχθεί ότι η δημόσια υποδομή είναι καταδικασμένη να γερνά χωρίς αντίσταση.
Οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν πόσο βαθιά έχει φτάσει η ζημιά και πόσο χρόνο θα χρειαστεί η αποκατάσταση. Οι μηχανικοί θα κατέβουν στα έγκατα, θα μετρήσουν, θα κόψουν, θα αντικαταστήσουν. Η ζωή θα συνεχιστεί από πάνω, με τα ίδια βήματα, τις ίδιες φωνές, το ίδιο βουητό. Και κάπου στο βάθος, κάτω από τη γη, η πόλη θα προσπαθεί να γιατρέψει ένα ακόμα τραύμα.
Ίσως τελικά η εικόνα του Μοναστηρακίου να είναι η πιο ειλικρινής απεικόνιση της Αθήνας. Μια πόλη όπου το αρχαίο, το μοντέρνο και το φθαρμένο συνυπάρχουν στην ίδια ανάσα. Όπου η ομορφιά βρίσκεται δίπλα στην παραμέληση, και η ιστορία ισορροπεί πάνω σε δοκούς που χρειάζονται επειγόντως επισκευή.
Γιατί κάτω από την πλατεία, κάτω από τα χαμόγελα των τουριστών και τις selfie με την Ακρόπολη, η πόλη στέκεται κυριολεκτικά πάνω στη σκουριά της. Και ίσως εκεί, μέσα σε αυτή την εικόνα, να κρύβεται η πιο σκληρή αλήθεια: ότι ό,τι δεν το φροντίζεις, κάποια στιγμή αρχίζει να σε προδίδει, αθόρυβα, σταθερά, όπως το νερό που στάζει κάθε βράδυ στο ταβάνι του σταθμού.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
