Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, ο δημόσιος διάλογος γύρω από την παγκόσμια περιοδεία–αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτές τη Νατάσσα Μποφίλιου και τον Γιάννη Χαρούλη, έχει πάρει τη μορφή έντονης αντιπαράθεσης. Η ανακοίνωση του Γιώργου Χατζιδάκι, γιου και νόμιμου κληρονόμου του μεγάλου συνθέτη, ότι δεν έχει δώσει άδεια για τη χρήση των έργων του πατέρα του και ότι έχει προχωρήσει σε νομικές ενέργειες, άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση: Ποιος έχει και κυρίως ποιος πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο για το πώς παρουσιάζεται ένα τόσο σημαντικό καλλιτεχνικό κεφάλαιο;

Η συζήτηση δεν είναι απλή. Αγγίζει θέματα ηθικού δικαιώματος, πολιτιστικής κληρονομιάς, αισθητικής, καλλιτεχνικής ελευθερίας και όπως συχνά συμβαίνει οικονομικών συμφερόντων. Όπως αναμενόταν λοιπόν, ο καλλιτεχνικός κόσμος διχάστηκε.

 


 

Όσοι στηρίζουν τον Γιώργο Χατζιδάκι μιλούν για ένα αυτονόητο δικαίωμα του κληρονόμου: να αποφασίζει πού, πώς και από ποιους παρουσιάζεται το έργο ενός δημιουργού του οποίου ο ίδιος φέρει το ηθικό και νομικό βάρος. Στο πλευρό του βρέθηκαν πρόσωπα με σημαντικό κύρος, όπως η συνθέτρια Ευανθία Ρεμπούτσικα και ο στιχουργός Άρης Δαβαράκης.

Η Ρεμπούτσικα, που γνώριζε προσωπικά τον Μάνο Χατζιδάκι, υπογράμμισε ότι η μουσική του «απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα και προσέγγιση με ευαισθησία». Τόνισε πως ο Μάνος, αν ζούσε, «δε θα έδινε την άδεια» και ότι η χρήση του έργου του δεν μπορεί να γίνεται «με το έτσι θέλω». Για εκείνη, το ζήτημα είναι καθαρά ποιοτικό και ηθικό: η μνήμη ενός τόσο σημαντικού δημιουργού πρέπει να προστατεύεται όχι από εμπορικές λογικές, αλλά από σεβασμό.

 


 

Αντίστοιχη στάση κρατά και ο Δαβαράκης, ο οποίος μίλησε για παραβίαση πνευματικού δικαιώματος, τονίζοντας ότι δεν μπορεί κανείς να ξεκινά μια παγκόσμια περιοδεία με τραγούδια ενός συνθέτη που, μέσω του κληρονόμου του, ρητά δεν δίνει άδεια. Για τους υποστηρικτές αυτής της πλευράς, η αισθητική της αφίσας, που θυμίζει περισσότερο τουριστική προώθηση παρά πολιτιστικό αφιέρωμα, αποτελεί σύμπτωμα του προβλήματος: μιας προσέγγισης που δεν τιμά το βεληνεκές των δημιουργών που δηλώνει ότι τιμά. Στους ίδιους προβληματισμούς κινήθηκε και ο συνθέτης Παναγιώτης Καλατζόπουλος, ο οποίος σχολίασε πως το ηθικό δικαίωμα του δημιουργού δεν είναι απλώς μια νομική λεπτομέρεια, αλλά ο πυρήνας της σχέσης ενός έργου με την ιστορία του.

Από την άλλη πλευρά, αρκετοί καλλιτέχνες και μουσικοί μιλούν για υπερβολικά αυστηρή, ακόμη και περιοριστική, διαχείριση του έργου του Μάνου Χατζιδάκι από τον γιο του. Για αυτούς, η στάση του Γιώργου Χατζιδάκι έχει οδηγήσει σε χρόνια απουσία του έργου από συναυλιακούς χώρους και ραδιόφωνα, κάτι που, όπως υποστηρίζουν, λειτουργεί εις βάρος του ίδιου του συνθέτη.

Ο Θέμης Καραμουρατίδης στάθηκε στο ότι η περιοδεία έχει εξασφαλίσει, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, όλα τα απαραίτητα νομικά δικαιώματα στους διεθνείς χώρους όπου θα πραγματοποιηθεί, ενώ κατηγόρησε την ελληνική συζήτηση για «τοπικισμό» και εντυπωσιοθηρία. Αμφισβήτησε το επιχείρημα περί ποιότητας, φέρνοντας ως παράδειγμα την άδεια που δόθηκε για χρήση τραγουδιού του Χατζιδάκι σε διαφήμιση, λέγοντας ότι αυτό δείχνει ότι η αυστηρότητα δεν εφαρμόζεται με συνέπεια.

Ακόμη πιο σκληρός ήταν ο φλαουτίστας Ζαχαρίας Ταρπάγκος, που μίλησε για εμπόδια στη διάδοση της μουσικής του συνθέτη εδώ και δεκαετίες. Για εκείνον, το πρόβλημα δεν είναι η προστασία, αλλά ότι μεγάλες πλευρές του έργου μένουν «στην αφάνεια», ακόμη και σε χρονιές σημαντικών επετείων. Υπογράμμισε ότι η επίκληση της «ποιότητας» δεν ευσταθεί, αφού η περιοδεία οργανώνεται από μουσικούς υψηλού διεθνούς επιπέδου. Αυτή η πλευρά θέτει ένα διαφορετικό ερώτημα: πότε η προστασία ενός έργου μετατρέπεται σε περιορισμό; Και πόση ευθύνη έχει ο κληρονόμος απέναντι όχι μόνο στη μνήμη του δημιουργού, αλλά και στο κοινό που θέλει να ξανασυναντήσει αυτό το έργο;

Στην πραγματικότητα, η αντιπαράθεση δεν αφορά μόνο τα δικαιώματα και τις άδειες. Αφορά δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το τι σημαίνει να «ανήκει» ένας δημιουργός. Η πρώτη λέει ότι το έργο ενός μεγάλου συνθέτη είναι ιερή κληρονομιά, που πρέπει να φυλάσσεται με αυστηρότητα, προσοχή και αισθητική συνέπεια. Ότι η παραμικρή προχειρότητα ή εμπορική χρήση μπορεί να αλλοιώσει την ουσία του. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι η τέχνη, για να ζει, πρέπει να ακούγεται, να ερμηνεύεται, να ταξιδεύει. Ότι το υπερβολικό «κλείδωμα» ενός έργου το απομακρύνει από το κοινό και τελικά από τον ίδιο τον σκοπό του δημιουργού: να επικοινωνεί.

Και οι δύο πλευρές στρέφονται στον Μάνο Χατζιδάκι προσπαθώντας να απαντήσουν τι θα ήθελε ο ίδιος. Και η αλήθεια είναι πως και οι δύο έχουν επιχειρήματα που, με έναν τρόπο, τιμούν την προσέγγιση του συνθέτη: την ευαισθησία του αλλά και τη βαθιά αγάπη του για το ζωντανό, ακμαίο, δημιουργικό στοιχείο της μουσικής.

Το θέμα έχει ήδη ανοίξει έναν μεγάλο διάλογο που ξεπερνά τη συγκεκριμένη περιοδεία. Θίγει ζητήματα που αφορούν ολόκληρη την πολιτιστική διαχείριση στην Ελλάδα: Πώς προστατεύεις κάτι πολύτιμο χωρίς να το φυλακίζεις; Πώς το αφήνεις να ταξιδέψει χωρίς να το εκθέτεις σε φθορά; Ίσως η απάντηση να μην είναι απλή. Ίσως να βρίσκεται κάπου στη μέση, εκεί όπου η ευαισθησία συναντά την ανοιχτότητα και ο σεβασμός συναντά την ελευθερία. Μέχρι τότε, η συζήτηση θα συνεχιστεί και ίσως, τελικά, να είναι και αυτή μια μορφή φόρου τιμής: ότι ακόμη και δεκαετίες μετά, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι εξακολουθεί να γεννά πάθος, διαφωνίες, σκέψη και, αναμφισβήτητα, αγάπη.

Συντάκτης: Μαρία Γεωργίου