Υπάρχουν φράσεις που ακούς στη διάρκεια της ζωής σου και σε ακολουθούν, δε σε αφήνουν ήσυχο. Τις κουβαλάς μέσα σου σαν κουβέρτα που άλλοτε σε σκεπάζει κι άλλοτε σε πνίγει. Μία απ’ αυτές είναι το «έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα». Τη λένε οι γονείς όταν η απόσταση ανάμεσα σ’ εκείνους και σ’ εμάς γίνεται πιο φανερή απ’ ό,τι θα θέλαμε. Τη λένε με μια φωνή που ζητά κατανόηση, μα στα αυτιά μας ηχεί απλά σαν δικαιολογία. Γιατί ναι, έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν— αλλά το καλύτερό τους δεν ήταν πάντα αρκετό για εμάς.
Κι αυτό είναι το δύσκολο σημείο. Αρκετές φορές αυτό το «ό,τι μπορούσαν» δεν ταυτιζόταν πάντα με το «ό,τι είχαμε ανάγκη». Μεγαλώσαμε, οι περισσότεροι, σε σπίτια όπου υπήρχε φαγητό στο τραπέζι, καθαρά ρούχα, ένα «διάβασε να πας μπροστά». Μα κάπου ανάμεσα στο καθήκον και τη φροντίδα, έμεινε ένας χώρος άδειος— εκεί όπου έπρεπε να μπει η κατανόηση, η αγκαλιά, το «είμαι εδώ».
Η αλήθεια είναι πως δε φταίει κανείς απόλυτα. Ούτε αυτοί, ούτε εμείς. Όμως το παράπονο δε χρειάζεται φταίχτη για να υπάρξει. Μπορεί να ζει ήσυχα μέσα σου, να σε συνοδεύει στις πιο άσχετες στιγμές· όταν κοιτάς μια παλιά φωτογραφία, όταν πιάνεις τον εαυτό σου να φέρεται όπως εκείνοι, ενώ ορκιζόσουν πως δε θα το κάνεις ποτέ.
Οι γονείς μας είναι οι πρώτοι «θεοί» που γνωρίζουμε. Από εκείνους εξαρτάται αν θα μάθουμε πως ο κόσμος είναι ασφαλής ή απειλητικός. Όταν είσαι παιδί, δεν μπορείς να διανοηθείς ότι οι γονείς σου έχουν όρια. Ότι φοβούνται, κάνουν λάθη, κουβαλούν δικά τους τραύματα. Ότι πριν γίνουν «γονείς», ήταν άνθρωποι που προσπαθούσαν να σταθούν κάπου κι αυτοί. Όμως η συνειδητοποίηση αυτή —ότι ήταν και είναι άνθρωποι— έρχεται αργά. Συνήθως, όταν πια έχουμε μεγαλώσει αρκετά ώστε να βλέπουμε τον εαυτό μας να τους μοιάζει. Όταν ανακαλύπτουμε ότι κι εμείς, παρά τις καλές μας προθέσεις, πληγώνουμε χωρίς να το θέλουμε. Τότε είναι που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει στ’ αλήθεια το «ό,τι καλύτερο μπορούσα».
Δεν είναι μια φράση αυτάρκειας· είναι μια φράση πόνου. Μια ομολογία αδυναμίας. Κι όμως, εμείς συχνά την ακούμε με θυμό. Γιατί πίσω της βλέπουμε το παιδί που δεν ένιωσε ίσως αρκετή αγάπη, αρκετή κατανόηση, αρκετή ελευθερία να είναι ο εαυτός του. Θυμόμαστε εκείνες τις φορές που ζητήσαμε προσοχή και πήραμε συμβουλές. Που δείξαμε φόβο κι εκείνοι είδαν αχαριστία. Που διψούσαμε για αποδοχή κι εκείνοι μας μιλούσαν για πειθαρχία. Η παιδική ματιά δε συγχωρεί εύκολα. Θέλει δικαιοσύνη, όχι εξηγήσεις.
Μα όσο περνούν τα χρόνια, το βλέμμα αλλάζει. Έρχεται η στιγμή που πιάνεις τον εαυτό σου να λέει κι εσύ τη φράση που μισούσες: «Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα». Και ξαφνικά καταλαβαίνεις —όχι με το μυαλό, αλλά με το σώμα— πόσο δύσκολο είναι να είσαι εκεί, αδιάκοπα, για κάποιον άλλον. Πόσο εύκολα σε ρουφά η καθημερινότητα, η δουλειά, τα άγχη, οι προσδοκίες. Πόσο συχνά χάνεις την ουσία, όχι γιατί δεν αγαπάς, αλλά γιατί δεν αντέχεις να σταματήσεις να παλεύεις.
Ίσως τότε αρχίζεις να τους βλέπεις αλλιώς. Όχι σαν τέλειους ή αθώους, αλλά σαν ανθρώπους που κουβάλησαν τον δικό τους σταυρό. Ανθρώπους που μεγάλωσαν χωρίς τις λέξεις που σήμερα έχουμε για να μιλήσουμε για συναίσθημα, ψυχική υγεία, τραύμα. Ανθρώπους που έμαθαν ότι η επιβίωση είναι αγάπη, ότι το να φροντίζεις πρακτικά είναι το ίδιο με το να φροντίζεις ψυχικά.
Και τότε γεννιέται κάτι πιο ώριμο από τη συγχώρεση: η κατανόηση. Δε σημαίνει ότι εξαφανίζονται τα παράπονα. Δε σημαίνει ότι όσα μας έλειψαν δεν πονάνε πια. Απλώς τα βλέπουμε στο φως, χωρίς οργή. Καταλαβαίνουμε ότι εκείνοι μας έδωσαν αυτό που ήξεραν και τώρα εναπόκειται σε εμάς να μάθουμε κάτι διαφορετικό. Να μην αφήσουμε τον πόνο να αναπαράγεται, να δώσουμε στα δικά μας παιδιά ή στους γύρω μας εκείνο που δε λάβαμε. Αυτή είναι ίσως η πιο βαθιά πράξη ενηλικίωσης: να σταματήσεις να ζητάς από τους γονείς σου να γίνουν οι γονείς που θα ήθελες και να αρχίσεις να γίνεσαι εσύ ο ενήλικας που χρειάζεσαι.
Κι όμως, κάθε τόσο, η φράση ξανάρχεται. «Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα». Μπορεί να την ακούσεις ξανά από εκείνους, μπορεί να την πεις εσύ σε κάποιον άλλον. Αυτή τη φορά, όμως, ελπίζεις να μην πονάει το ίδιο. Γιατί πίσω από τις λέξεις βλέπεις το ανθρώπινο: την προσπάθεια, τον φόβο, την αγάπη που δεν ήξερε πάντα πώς να εκφραστεί.
Ίσως τελικά να μην υπάρχει τέλειο «καλύτερο». Υπάρχει μόνο αυτό που μπορεί ο καθένας τη δεδομένη στιγμή. Και το να το αναγνωρίσεις, χωρίς να ακυρώνεις το δικό σου βίωμα, είναι πράξη ωριμότητας. Στο τέλος, μένει μια ήσυχη αποδοχή. Δεν είναι λύτρωση με τη θεατρική έννοια· είναι κάτι πιο απλό, πιο αληθινό. Μια στιγμή που μπορείς να πεις: «Ναι, δεν ήταν όλα όπως τα ήθελα. Ναι, πόνεσα. Αλλά τώρα βλέπω. Και αυτό αρκεί». Γιατί το να βλέπεις καθαρά, χωρίς θυμό και χωρίς εξιδανίκευση, είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να αγαπήσεις στ’ αλήθεια — εκείνους και τον εαυτό σου.
