Αν το 2025 συζητάμε ξανά αν η απιστία πρέπει να γίνει ποινικό αδίκημα, τότε ίσως τελικά δεν εξελιχθήκαμε τόσο όσο νομίζαμε. Ίσως απλώς αλλάξαμε το χρώμα του κραγιόν, το φίλτρο στο Instagram και τον τρόπο που λέμε ψέματα. Γιατί αν χρειάζεται να μπλέξουμε τον εισαγγελέα για να κρατήσουμε κάποιον πιστό, μάλλον δε μιλάμε για αγάπη, μιλάμε για κράτηση με περιοριστικούς όρους.


Αφορμή, φυσικά, η δήλωση του Γιώργου Λάγιου ότι «η απιστία θα έπρεπε να επιστρέψει στο ποινικό δίκαιο», και ο δημόσιος προβληματισμός της Σίσσυς Χρηστίδου, η οποία, για να είμαστε δίκαιοι, δεν είπε ότι συμφωνεί, αλλά ότι «ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί πλημμέλημα», μιας και αποτελεί «εξαπάτηση». Μια εξαπάτηση που, όπως είπε, μπορεί να οδηγήσει σε «σωματική βλάβη». Και ναι, έχει δίκιο: κάποιοι από εμάς έχουμε βγει από σχέσεις τόσο διαλυμένοι, που ούτε μετά από τροχαίο δε θα ήμασταν έτσι. Αλλά άλλο η συναισθηματική διάλυση, κι άλλο ο Ποινικός Κώδικας.

Η ιδέα ότι η απιστία πρέπει να τιμωρείται νομικά φαντάζει σχεδόν  ρομαντική, με έναν διεστραμμένο τρόπο. Είναι σαν να λες: «Αν με απατήσεις, δε θα χωρίσουμε θα πάμε δικαστήριο.» Σαν να ψάχνουμε τον δικαστή να μας επιβεβαιώσει πως ναι, ήσουν το θύμα, κι εκείνος ο αλήτης φταίει, και τώρα το σύμπαν θα αποκαταστήσει την ηθική ισορροπία. Μακάρι, αλλά δε λειτουργεί έτσι. Η απιστία δεν είναι ζήτημα νόμου. Είναι ζήτημα συνείδησης. Κι αυτή, δυστυχώς, δε διώκεται ποινικά.

Αν το δούμε ψύχραιμα, η Σίσσυ δεν είπε κάτι παράλογο. Όντως, ο γάμος είναι μια σύμβαση, μια συμφωνία. Και ναι, η παραβίαση μιας σύμβασης έχει συνέπειες. Μόνο που εδώ δε μιλάμε για πώληση ακινήτου ή παράδοση εμπορευμάτων, αλλά για ανθρώπινα συναισθήματα. Το να “εξαπατάς” τον άλλον μέσα σε μια σχέση είναι προδοσία, αλλά όχι απαραίτητα ποινικό αδίκημα. Δεν υπάρχει Αστυνομία Συναισθημάτων να σε σταματήσει επειδή έστειλες μήνυμα στην τάδε με καρδούλες.

Αν το σκεφτούμε λογικά, το να επαναφέρουμε την απιστία στον Ποινικό Κώδικα θα σήμαινε ότι το κράτος θα πρέπει να μπει κάτω από τα σεντόνια μας και να κρατάει σημειώσεις. Ποιος ήταν με ποιον, πότε, γιατί, και με τι δικαιολογία. Θα χρειαστεί και νέος κλάδος στην ΕΛ.ΑΣ.: το Σώμα Δίωξης Συναισθηματικών Εγκλημάτων. Θα γίνονται έφοδοι σε ξενοδοχεία ημιδιαμονής με ένταλμα «ύποπτης τρυφερότητας».

Αν δε γελάς, σκέψου το λίγο. Γιατί όποτε προσπαθήσαμε να νομοθετήσουμε το συναίσθημα, καταλήξαμε σε κοινωνίες γεμάτες φόβο, ενοχή και ψεύτικες ευτυχίες.

Η απιστία είναι πράγματι ένα είδος κακοποίησης. Ψυχικής, κυρίως. Είναι προδοσία, είναι απώλεια εμπιστοσύνης, είναι το αίσθημα ότι κάποιος πάτησε πάνω σου με τα παπούτσια του και μετά σου είπε «συγγνώμη, δε σε είδα». Αλλά η ψυχική β1α δεν τιμωρείται με αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν αποδεικνύεται εύκολα, και κυρίως γιατί δε θεραπεύεται έτσι.

Όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι μια “ποινή” θα αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη, η αλήθεια είναι πως κανένα πρόστιμο ή φυλάκιση δε θα γιατρέψει το ράγισμα στην καρδιά. Μπορεί να δώσει μια στιγμιαία αίσθηση δικαίωσης, αλλά σε βάθος χρόνου, το μόνο που μένει είναι η πικρία. Και ας είμαστε ειλικρινείς: ποιος πραγματικά θέλει να παντρευτεί γνωρίζοντας ότι ο σύντροφος μένει επειδή φοβάται τον νόμο κι όχι επειδή θέλει να μείνει; Η αγάπη που στηρίζεται στην απειλή δεν είναι σχέση, είναι συμβόλαιο ασφάλειας.

Η Χρηστίδου είπε κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον: ότι ο γάμος είναι συμφωνία. Και πράγματι είναι. Μόνο που δεν είναι οικονομική, είναι ηθική. Κι εκεί είναι όλο το μπέρδεμα: συγχέουμε το “συμβόλαιο” του γάμου με την “ιδιοκτησία” του άλλου. Θέλουμε ο σύντροφός μας να είναι πιστός όχι επειδή πιστεύει στη σχέση, αλλά επειδή “υπέγραψε” να είναι.

Αυτό, όμως, δεν είναι πίστη. Είναι συμμόρφωση. Και η συμμόρφωση δε γεννά αγάπη, μόνο υποκρισία. Η αληθινή πίστη δεν έχει ρήτρες. Δε χρειάζεται συμβολαιογράφο. Δεν επιβάλλεται. Κερδίζεται, κάθε μέρα, μέσα από επιλογές.

Αντί να ζητάμε να τιμωρηθεί η απιστία, ίσως θα έπρεπε να τη μελετήσουμε. Όχι για να τη δικαιολογήσουμε, αλλά για να καταλάβουμε τι τη γεννά.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η απιστία δεν ξεκινάει από την ανάγκη για σάρκα, αλλά από την ανάγκη για προσοχή. Κάποιος νιώθει αόρατος μέσα στη σχέση, κι αντί να το πει, το αναζητά αλλού. Είναι δειλό, άδικο, αλλά ανθρώπινο.

Αν θέλουμε να κάνουμε κάτι “ποινικά”, ας ποινικοποιήσουμε την αδιαφορία. Αυτή είναι η αληθινή δολ0φόνος των σχέσεων, όχι η απιστία.

Ίσως τελικά όλη αυτή η συζήτηση δεν αφορά την απιστία καθαυτή, αλλά τον φόβο της εγκατάλειψης. Το να σε προδώσουν σημαίνει ότι για κάποιον δεν ήσουν αρκετός. Και αυτό πονάει πιο πολύ από το ίδιο το “κέρατο”. Γι’ αυτό θέλουμε να το κάνουμε έγκλημα, για να προστατευτούμε από το αίσθημα της απόρριψης.

Μόνο που η ωριμότητα δεν έρχεται με νόμους, αλλά με επίγνωση. Αν σε απατήσει ο άλλος, δε σημαίνει ότι “έφταιξες” ή ότι “έχασες”. Σημαίνει απλώς ότι εκείνος δε στάθηκε στο ύψος της συμφωνίας που έλεγε ότι ήθελε. Και τότε δε χρειάζεσαι εισαγγελέα χρειάζεσαι θάρρος και αξιοπρέπεια.

Αν η απιστία ξαναγίνει ποινικό αδίκημα, τότε θα ζούμε σε μια κοινωνία που νομοθετεί την αγάπη. Κι εκείνη τη μέρα, θα έχουμε χάσει την ουσία της. Γιατί η αγάπη που χρειάζεται τιμωρία για να επιβιώσει, δεν είναι αγάπη. Είναι φόβος ντυμένος με βέρα.

Κι αν ψάχνουμε δικαιοσύνη για την προδοσία, ας τη βρούμε μέσα μας, όχι στα δικαστήρια. Ο νόμος μπορεί να τιμωρεί τις πράξεις. Η καρδιά, όμως, ξέρει να καταδικάζει την υποκρισία. Και συνήθως, της ρίχνει την πιο βαριά ποινή απ’ όλες: την αδιαφορία.

Συντάκτης: Μαρία Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη