

Ζούμε στην εποχή της οθόνης. Εκεί που όλα ξεκινούν, εκεί που όλα τελειώνουν. Δε λέμε πια «θέλω να σε δω». Λέμε «στείλε μου μια φωτογραφία». Δε λέμε πια «χωρίζουμε». Λέμε «καληνύχτα» και μετά τίποτα. Ένα «διαβάστηκε» κι η σιωπή γίνεται απάντηση. Η οθόνη έγινε το νέο πρόσωπο. Το κινητό η νέα καρδιά. Ο έρωτας μεταφράστηκε σε pixels, σε stories, σε likes, σε emoji. Δεν ερωτευόμαστε ανθρώπους — ερωτευόμαστε εικόνες, προβολές, φαντασιώσεις με φίλτρα. Κι όταν τελειώνει, δεν υπάρχει κατά πρόσωπο αντίο, μόνο ένα μπλοκ και ένα unfollow. Ένα κλικ, που διαγράφει ό,τι κάποτε χτίστηκε με βλέμματα.
Έτσι, φλερτάρουμε με ένα «γεια» στο DM και χωρίζουμε με μια σιωπή. Κι ο έρωτας; Πού είναι ο έρωτας; Πού πήγε το αμήχανο άγγιγμα στο πρώτο ραντεβού; Πού πήγαν τα νεύρα πριν το πρώτο φιλί; Πού πήγε η χαζή χαρά του να περιμένεις απάντηση, όχι γιατί δεν έχει χρόνο, αλλά γιατί κάνει υπομονή να στο πει πρόσωπο με πρόσωπο; Πού πήγε το βάθος; Πού πήγε η τρυφερότητα; Πού πήγε η μαγεία;
Τη σκότωσε η ταχύτητα. Τη σκότωσε η σύγκριση. Τη σκότωσε το «όλοι διαθέσιμοι, κανείς παρών». Δε δίνουμε πια χρόνο να γνωριστούμε. Αν το vibe δεν είναι σωστό από το πρώτο μήνυμα, next. Αν δεν είναι τέλειος στην κάμερα, αν δεν έχει followers, αν δεν ανεβάζει ωραία story, αν δε λέει τα «σωστά» λόγια, τέλος. Ψάχνουμε το τέλειο, αλλά μέσα μας είμαστε μισοί. Και δε θέλουμε τον άλλον για να τον γνωρίσουμε. Τον θέλουμε για να μας γεμίσει τα κενά. Για λίγο. Μέχρι να βαρεθούμε.
Και μετά, φεύγουμε. Όχι με μια συζήτηση. Όχι με ειλικρίνεια. Αλλά με μια διαγραφή. Ένα μπλοκ. Ένα «άφησε τη συνομιλία». Μια ξαφνική εξαφάνιση που σπάει τον άλλον χωρίς εξηγήσεις. Γιατί είναι πιο εύκολο έτσι. Δε χρειάζεται να αντικρίσεις την απογοήτευση. Δε χρειάζεται να αντιμετωπίσεις τα μάτια του άλλου. Και πάνω απ’ όλα, δε χρειάζεται να παραδεχτείς ότι ήσουν δειλός.
Φοβόμαστε την οικειότητα. Φοβόμαστε την τρυφερότητα. Την μπερδεύουμε με αδυναμία. Και στην πορεία, χάνουμε την ανθρωπιά μας. Δε μας νοιάζει αν πληγώνουμε. Αρκεί να μη βαρεθούμε. Δε μας νοιάζει αν κάποιος μάς αγαπάει. Αρκεί να νιώθουμε περιζήτητοι. Πιο πολλοί άνθρωποι κλαίνε για σχέσεις που δεν υπήρξαν ποτέ αληθινές, παρά για εκείνες που τελείωσαν τίμια. Γιατί ο σημερινός πόνος είναι σιωπηλός. Δεν έχει εξηγήσεις, δεν έχει κλείσιμο. Έχει εικονικά φαντάσματα και αναπάντητα μηνύματα. Και πολλές, πάρα πολλές, φωτογραφίες. Μα το χειρότερο είναι ότι μάθαμε να συμβιβαζόμαστε με αυτό. Να λέμε «έτσι είναι σήμερα». Να δεχόμαστε το λίγο. Να μην απαιτούμε βάθος. Να μη διεκδικούμε ειλικρίνεια. Κι έτσι ο έρωτας έγινε σπάνιος. Όχι επειδή δεν υπάρχουν άνθρωποι να αγαπήσουμε — αλλά επειδή δεν υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να αγαπηθούν.
Χωρίζουμε με μηνύματα, γιατί δεν έχουμε το θάρρος για την αλήθεια. Ερωτευόμαστε με φωτογραφίες, γιατί δεν έχουμε το κουράγιο για την ψυχή. Ποστάρουμε ένα τραγούδι και περιμένουμε να καταλάβει κάποιος. Κι αν δεν καταλάβει; Λέμε πως δεν πειράζει. Κι όμως, πειράζει. Πολύ. Γιατί στο τέλος, δεν είναι τα φίλτρα που μας άλλαξαν. Είναι η απόσταση από την ουσία. Είναι που δεν ξέρουμε πια να είμαστε αληθινοί. Κι όσο μένουμε πίσω από τις οθόνες, τόσο απομακρυνόμαστε από αυτό που κάποτε ονομάζαμε έρωτα.
Και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ. Σε μια εποχή που η ειλικρίνεια είναι τρομακτική και η αδιαφορία ελκυστική. Όπου το ghosting θεωρείται αποδεκτό και η δέσμευση πνιγηρή. Όπου δεν είσαι αρκετός, εκτός αν είσαι ο πιο αδιάφορος, ο πιο αινιγματικός, ο πιο απόμακρος. Και όπου οι σχέσεις είναι τόσο προσωρινές, που δεν προλαβαίνουν ούτε να γεννηθούν, πριν πεθάνουν.
Δεν είναι όλοι έτσι— αλλά είναι πολλοί. Πάρα πολλοί. Κι όσο περνά ο καιρός, τόσο λιγότεροι θυμούνται τι σημαίνει αγάπη με βλέμμα, τι σημαίνει αγκαλιά χωρίς φίλτρο, τι σημαίνει φιλί χωρίς «καρδούλα» από κάτω. Ο έρωτας, όπως τον ξέραμε, γίνεται μύθος. Και μένει μόνο σε κάτι μακροσκελή post σαν κι αυτό, να υπενθυμίζει ότι κάποτε, κάποιος ένιωσε — αληθινά.