Ξέρω. Τι άλλο θες να ακούσεις; Ότι θα περάσει; Ότι ο χρόνος γιατρεύει; Ότι το καλοκαίρι θα βρεις κάποιον/α καλύτερο/η; Τα ξέρεις όλα αυτά. Τα έχεις πει, τα έχεις ακούσει, τα έχεις βαρεθεί. Η αλήθεια- αυτή η άβολη, ξεροκέφαλη, σκληρή αλήθεια- είναι μία: Οι παλιές αγάπες είναι νεκρές. Και πρέπει να τις αφήσεις να πάνε στον παράδεισο. Και κάπου σε μια γωνία του μυαλού σου, το ξέρεις κι εσύ.

Άκου λοιπόν την προπαγάνδα της καρδιάς : “Μα ίσως να…”, “Μα θυμάσαι τότε που…”, ” Μα ήταν ο μόνος/η που…”. Σταμάτα. Αυτά τα τελευταία σπασμωδικά τινάγματα ενός εγκεφάλου που αρνείται να αποδεχτεί ότι το αγαπημένο του παραμύθι έληξε και μάλιστα με τον χειρότερο, τον πιο βαρετό τρόπο. Δεν είναι ότι οι παλιές αγάπες πάνε στην κόλαση. Πάνε στον παράδεισο, επειδή, ας είμαστε ειλικρινείς, δε χωράνε πια στη δική μας ζωή. Είναι αναμνήσεις, όχι σχέδια. Είναι κεφάλαια, όχι sequel.  Είναι τραύματα, όχι μέλλον. Δεν ανασταίνονται και αυτό είναι το πιο υγιές, πράγμα που σου έχει συμβεί.

Γιατί πες μου, πόσες φορές έχεις επιχειρήσεις να αναστήσεις ένα “πτώμα”; Κάθε φορά που στέλνεις ένα ” Τι κάνεις;” στις 3 τα ξημερώματα, κάθε φορά που μπαίνεις κρυφά στο προφίλ του/της, κάθε φορά που κρατάς ένα T-Shirt του/της για να μυρίζει όπως παλιά αυτό κάνεις. Επιχειρείς να  εμφυσήσεις  ζωή σε κάτι που πέθανε από φυσικά αίτια – από τη φθορά, από τη ρουτίνα, την ψυχολογική κόπωση – μα δεν είμαστε πια αυτοί που ήμασταν-  από το γεγονός ότι απλά δεν ταίριαζε πια το πάζλ.

Οι παλιές αγάπες πeθαίνουν μέσα στο ίδιο σώμα που τις γέννησε. Διάβασε το ξανά. Δεν τις σκότωσε ένας τρίτος, δεν τις σκότwσε η απόσταση, δεν τις σκότwσαν οι γονείς ή  η κοινωνία. Τις σκοτώσαμε εμείς οι ίδιοι, μέσα στο πλαίσιο της σχέσης. Ήταν μια αυτοκτονία από κοινού, μια ήρεμη ευθανασία που ήρθε μετά από πολύ πόνο και ατελείωτα “πάμε να το ξαναφτιάξουμε”. Το σώμα που τις γέννησε είναι η σχέση. Και όταν η σχέση δεν μπορεί να τις θρέψει πια, τις αποβάλλει. Τις πeθαίνει. Και αυτό είναι το σωστό.

Σκέψου το: τι θα ήταν χειρότερο; Να κρατάς μια αγάπη ημιθανή, να την κουβαλάς σαν παράλυτο μέλος, να σε βαραίνει κάθε μέρα; Ή να την αφήσεις να φύγει, για να μπορέσεις εσύ να περπατήσεις ξανά; Είναι σκληρό, άλλα είναι η μόνη αλήθεια που θα σε κάνει να προχωρήσεις: Είσαι ο τάφ0ς της. Και πρέπει να φερθείς με σεβασμό. Όχι να τον σκαλίζεις κάθε βράδυ για να βρεις τι μπορεί να έχει απομείνει.

Αυτό που φοβάσαι είναι το κενό. Φοβάσαι ότι δε θα ξαναγεμίσει. Ότι αυτή η νeκρή αγάπη ήταν η τελευταία, η μοναδική, η πολύ μεγάλη για να την ξεπεράσεις. Αλλά αλήθεια, ήταν τόσο μεγάλη; Ήταν τόσο υπέροχη; Ή απλά ήταν η πιο πρόσφατη; Μα αν ήταν τόσο μεγάλη, γιατί πέθaνε;  Η νοσταλγία είναι μια φιλτραρισμένη μνήμη που κρατάει μόνο τα hilights και πετάει τα βράδια που κοιμόσασταν πλάτη, τις κρυφές ζήλιες, τα καβγαδάκια για το ποιος θα πλύνει τα πιάτα, τη γενική ανομβρία που οδήγησε στο τέλος

Και κάπως έτσι, η παλιά αγάπη, αυτό το πτώμa μετατρέπεται σε λίπασμα. Είναι η τροφή για το επόμενο “εσύ”. Χωρίς αυτή την πικρή, άβολη, ώριμη,  τελειωμένη εμπειρία, δε θα ήσουν έτοιμος/η για το επόμενο κεφαλαίο. Σταμάτα λοιπόν να κλαις για τα ζόμπι.

Δεν είναι The Walking Dead. Είναι απλά The End. Βάλε τη μουσική σου, πένθησε όπως πρέπει, και μετά, κλείσε τον τάφo.

Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο. Και εσύ, ξαναγεννιέσαι εδώ, στο ίδιο σου το σώμα, απαλλαγμένος/η από το βάρος ενός πτώμaτος που αρνιόσουν να αφήσεις να ησυχάσει. Και εσύ μένεις εδώ, ολοζώντανος/η ελαφρύτερος/η , ανανεωμένος/η, έτοιμος για την επομένη ζωή σου.

Και αυτό είναι το πιο όμορφο restart που θα μπορούσες να κάνεις.

Συντάκτης: Νεφέλη Μπάκα
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη