Στα βάθη του Μεσαίωνα ο γάμος δεν έμοιαζε με ήρεμο καταφύγιο, αλλά με σκηνή μάχης, ικανή να καταλήξει σε αιματηρή αναμέτρηση. Στις εικονογραφημένες πραγματείες μάχης του Hans Talhoffer (Fechtbücher, 1443–1467) ξεδιπλώνεται ένας κόσμος, όπου δίπλα σε ξίφη, λόγχες και ρόπαλα, εμφανίζονται σκηνές που κανένας σύγχρονος θεραπευτής ζεύγους αλλά κι εμείς οι ίδιοι δε θα μπορούσαμε ποτέ να διανοηθούμε. Μέσα στις σελίδες τους βρίσκουμε έναν σύζυγο θαμμένο μέχρι τη μέση στο έδαφος, να κρατά ρόπαλο, ενώ απέναντί του η γυναίκα του κινείται ελεύθερα, κρατώντας μια πέτρα δεμένη σε ύφασμα. Η εικόνα δεν αποτελεί φαντασία αλλά θεσμοθετημένη διαδικασία δικαστηρίου, όπου η αλήθεια αποφασιζόταν με τη δύναμη του σώματος και το αποτέλεσμα μπορούσε να σημαίνει ζωή ή θάνατο! Η εικόνα, όμως, γίνεται ακόμη πιο εύγλωττη αν σκεφτούμε ότι τότε τα ζευγάρια έλυναν τις διαφορές τους με αίμα και ιδρώτα, ενώ σήμερα με συνεδρίες και υπογραφές.
Η ουσία παραμένει ίδια: το πεδίο του γάμου εξακολουθεί να είναι χώρος μάχης. Συγκεκριμένα, στον μεσαίωνα η μονομαχία κατείχε θέση όχι μόνο στο πεδίο της μάχης αλλά και στην ίδια την απονομή δικαιοσύνης, καθώς θεωρούνταν μορφή trial by combat και εντασσόταν στο ius belli, το δίκαιο του πολέμου. Στον γερμανικό χώρο αλλά και σε άλλα ευρωπαϊκά βασίλεια, κυρίως από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, η μονομαχία αποτελούσε θεσμοθετημένο μέσο επίλυσης διαφορών και συνδεόταν με την κουλτούρα της τιμής, του δημόσιου θεάματος και του δικαίου. Η έκβασή της εκλαμβανόταν ως Gottesurteil, δηλαδή Θεία Κρίση, η οποία επικύρωνε την αλήθεια ενώπιον Θεού. Στα εικονογραφημένα βιβλία του Talhoffer καταγράφονται επτά λόγοι, οι οποίοι μπορούσαν να οδηγήσουν σε μονομαχία, από φόνο, προδοσία, ψευδορκία και εχθρική πράξη σε αγώνα έως αίρεση, απιστία προς άρχοντα, κακοποίηση ή χρήση μιας γυναίκας, δηλαδή βιaσμό.

Στη Γερμανία συναντούμε και μια ιδιαίτερη μορφή μονομαχίας, εκείνη των συζύγων, όπου άντρας και γυναίκα τοποθετούνταν σε αυστηρά καθορισμένους ρόλους και όρους μάχης για κατηγορίες μέσα στον γάμο που έθιγαν τιμή, περιουσία ή σωματική ακεραιότητα, όπως απιστία, κακομεταχείριση, ψευδορκία.
Ειδικότερα, η συζυγική μονομαχία είχε αυστηρά καθορισμένη διαδικασία, η οποία στόχευε να εξισορροπήσει, τουλάχιστον τυπικά, τη διαφορά δύναμης ανάμεσα στα δύο φύλα. Ο άντρας τοποθετούνταν μέχρι τη μέση σε έναν λάκκο ή σε ξύλινη λεκάνη, με το ένα χέρι δεμένο πίσω, κρατώντας κοντό ξύλινο ρόπαλο, το κατεξοχήν όπλο της μεσαιωνικής δικαιοσύνης, κι έχοντας άλλα δύο εφεδρικά σε περίπτωση που σπάσει. Απέναντί του, η γυναίκα κινούνταν ελεύθερα, κρατώντας ένα ύφασμα μέσα στο οποίο ήταν δεμένη πέτρα βάρους περίπου τριών κιλών. Σκοπός του άντρα ήταν να τη σύρει μέσα στον λάκκο, ενώ εκείνη έπρεπε να τον τραβήξει έξω, μετατρέποντας τη μάχη σε παιχνίδι ισορροπίας και θέσης (push-pull) περισσότερο παρά καθαρής ανταλλαγής χτυπημάτων, όπως παρουσιάζονται στις εικονογραφήσεις του Talhoffer στα φύλλα 122v–126v.

Σε μία σκηνή ο άντρας αναποδογυρίζει τη γυναίκα και τη βυθίζει στον λάκκο, πανηγυρίζοντας την κυριαρχία του, ενώ σε άλλη εκείνη αντιστρέφει την κατάσταση, κρατώντας τον σε λαβή κεφαλιού και τον βγάζει από το έδαφος πιάνοντάς τον από τα αυτιά ή τη βουβωνική χώρα και σύροντάς τον έξω με δύναμη για υποταγή που ακουμπά τα όρια του γελοίου και του συμβολικού. Η όλη διαδικασία παρουσιαζόταν μπροστά σε κοινό και δικαστές, μετατρέποντας την ιδιωτική έριδα σε δημόσιο θέαμα.
Οι συνέπειες μιας συζυγικής μονομαχίας ήταν εξίσου δραματικές με τη διαδικασία της. Η μάχη λειτουργούσε ως τελική απόδειξη ενοχής ή αθωότητας με τη βούληση του Θεού να κρίνει μέσω της έκβασης. Οι κανονισμοί διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο και την εποχή· το Stadtbuch της Άουγκσμπουργκ γύρω στο 1272 προβλέπει την ταφή ζωντανού του ηττημένου, ενώ το Freisinger Rechtsbuch περίπου το 1328 ορίζει τον ακρωτηριασμό της γυναίκας με αφαίρεση χεριού ή το κάψιμο της στην πυρά ή τον αποκεφαλισμό του άνδρα. Ωστόσο, η αναμέτρηση ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα δδεθεωρούνταν ποτέ πραγματικά «έντιμη», καθώς ο πατριαρχικός κώδικας τιμής όριζε ότι ο άντρας είχε υποχρέωση να αμυνθεί αλλά όχι να καυχηθεί για έναν θρίαμβο επί γυναίκας!

Όμως, η συζυγική μονομαχία μπορεί (και θέλουμε) να ιδωθεί κι ως μια πρώιμη αναγνώριση του δικαιώματος της γυναίκας να υπερασπιστεί τον εαυτό της, έστω μέσα σε ένα πλαίσιο που όριζε τη βία ως μέσο δικαιοσύνης. Η συμμετοχή της στο πεδίο δεν την καθιστούσε παθητικό θύμα αλλά ενεργό φορέα δικαιωμάτων, όπως αποτυπώνεται σε λογοτεχνικές και ιστορικές πηγές με ένα ιστορικά επιβεβαιωμένο περιστατικό στη Βέρνη το 1288, όπου γυναίκα νίκησε άνδρα σε μονομαχία να δείχνει ότι τέτοιες σκηνές δεν περιορίζονταν στη φαντασία των Fechtbücher. Οι εικόνες του Talhoffer συμβολίζουν μια τεχνητή ισορροπία δυνάμεων αλλά και έναν έγγαμο αγώνα έλξης ανάμεσα στον περιορισμό (άντρας σε λάκκο) και την ελευθερία (γυναίκα με ελευθερία κινήσεων).
Επιπλέον, η συμμετοχή γυναικών σε πεδία μάχης με μεταμφιέσεις σε άνδρες, φανερώνει τη διασταύρωση ρόλων που απειλούσε τα στερεότυπα. Ωστόσο, η κοινωνία διατηρούσε διπλά μέτρα· η «τολμηρή» γυναίκα μπορούσε να τιμηθεί ως υπερασπίστρια, αλλά εξίσου εύκολα να χαρακτηριστεί «böse Frau», υπερβολική και απείθαρχη, αν ξεπερνούσε τα όρια της αποδεκτής συμπεριφοράς.

Συνεπώς, στον ύστερο Μεσαίωνα ο γάμος μετατρεπόταν σε πεδίο διαπραγμάτευσης, όπου σώμα και τιμή λειτουργούσαν ως τα κύρια όπλα. Οι συγκρούσεις εκτυλίσσονταν δημόσια, με τον λάκκο και τα ρόπαλα να φέρνουν το ιδιωτικό δράμα στην αρένα της κοινότητας, μπροστά σε πλήθη που χειροκροτούσαν ή καταδίκαζαν, λες και η κρίση του γάμου αφορούσε το σύνολο της κοινωνίας. Σήμερα οι θεσμοί άλλαξαν, όμως η ουσία παραμένει ίδια· ο λάκκος αντικαταστάθηκε από την έδρα του δικαστηρίου μπροστά σε ένα διαφορετικό αλλά εξίσου περίεργο κοινό, ενώ η ψυχική διεργασία μεταφέρθηκε στον καναπέ του ψυχολόγου, εκεί όπου οι μάχες δε χρειάζονται θεατές. Η μάχη εξακολουθεί να διεξάγεται με άλλους κανόνες και με άλλους όρους· αν τότε το κόστος ήταν σωματικό και δημόσιο, σήμερα είναι οικονομικό και ψυχολογικό, σε μια διαδικασία χρονοβόρα, επίπονη και κοστοβόρα. Η βία δεν υπήρξε ποτέ λύση και η αξία της σχέσης δοκιμάζεται πλέον με ισότιμο διάλογο και επεξεργασία συναισθημάτων αντί για χτυπήματα, ξυλοδαρμό ή θάνατο.
Κάθε γάμος απαιτεί αμοιβαία προσπάθεια και επιθυμία και από τις δύο πλευρές για να συνεχίσει να στέκεται, και αυτό είναι το μόνο αποδεκτό και απόλυτο. Έτσι, αν κάτι μας διδάσκει αυτή η σκοτεινή παράδοση, είναι πως οι συγκρούσεις του γάμου δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν· απλώς άλλαξαν όπλα και σκηνικά, διότι είναι καλύτερα να παλεύεις για τον γάμο σου με έναν σύμμαχο ψυχολόγο, παρά να παραδίνεσαι αμαχητί.
