Υποτίθεται ότι η αγάπη είναι ανθεκτική. Περνάει κρίσεις, ξεπερνάει διαφορές, επιβιώνει και απ’ τα πεθερικά, αλλά ξέρεις σίγουρα τι δεν αντέχει; Την αδιαφορία! Το «είμαι κουρασμένος»! Το «δεν είναι η ώρα τώρα»! Η αγάπη δεν παθαίνει καρδιά, παθαίνει σιωπή και μετά μετράς. Ένα βλέμμα. Μισή κουβέντα. Δύο αναστεναγμούς κι ένα «οκ» με τελεία δίπλα.

Μόνο που σύμφωνα με τον Gottman, τον μόνο άνθρωπο που έχει μετρήσει επιστημονικά το ρήμα «βαριέμαι» ή αν θέλεις καλύτερα «βαρέθηκα!», αυτά δε φτάνουν, καθώς χρειάζεσαι πέντε θετικές αλληλεπιδράσεις για κάθε μία αρνητική, αν θες η σχέση σου να μη γίνει στατιστικό παράδειγμα χωρισμού. Τι σημαίνει αυτό; Πέντε πράγματα απλά και ανθρώπινα, ένα κομπλιμέντο, ένα άγγιγμα, ένα «σε σκέφτηκα», ένα ενδιαφέρον βλέμμα, ένα γέλιο μαζί. Αντίβαρα! Πέντε μικρά «σε νοιάζομαι» για κάθε φορά που ήσουν απόμακρος, ειρωνικός ή απλώς ψυχρός.

Αν δεν τα ‘χεις πρόχειρα, ξέρεις την κατάληξη. Το «σ’ αγαπώ» γίνεται reaction κι έρχεται ένα thumbs up σε μια φωτογραφία με άλλον/άλλη.

Ας ξεκινήσουμε όμως από τον Gottman και τον Levenson, οι οποίοι δεν κάθισαν απλώς να παρακολουθήσουν ζευγάρια, αλλά τους έβαλαν μικρόφωνα, καλώδια και μέτρησαν καρδιακούς παλμούς, ενώ τσακώνονταν για το πού να πάνε διακοπές ή χειρότερα για το αν θα πάνε! Κάπου εκεί ανάμεσα γεννήθηκε η θεωρία της ισορροπίας. Δηλαδή, μπορείς να γκρινιάζεις, να θυμώνεις, να λες την αλήθεια με την αγένεια που της αξίζει εάν φυσικά της αξίζει, αρκεί να ξέρεις να αποκαθιστάς το ισοζύγιο. Όχι με δώρα τύπου «συγγνώμη που φέρθηκα σαν να έχω μία αδιάγνωστη διαταραχή προσωπικότητας», αλλά με πέντε μικρές, σταθερές, σχεδόν γελοία απλές πράξεις, όπως ένα άγγιγμα στον ώμο, ένα γλυκό κοίταγμα χωρίς λόγο ή το να γελάσεις με ένα αστείο, έστω κι αν το έχει πει δεκαεφτά φορές.

Η σχέση 5:1 δεν είναι όμως μόνο μια αριθμητική πράξη αλλά και κλίση συμπεριφοράς. Ο Gottman και ο Levenson δε μέτρησαν απλώς αν μιλούσες γλυκά, μέτρησαν και πού έγερνε η συζήτηση όταν η κατάσταση ηρεμούσε. Με το Rapid Couples Interaction Scoring System, ένα εργαλείο τόσο ψυχαναγκαστικό που θα έκανε ακόμη και τον Φρόιντ να παρατήσει την πίπα του επί τόπου, κατέγραψαν κάθε αλλαγή στον λόγο, κάθε μικρή νύξη συναισθηματικής κίνησης, κάθε γύρισμα φράσης που έγερνε προς το «μαζί» ή προς το «καλύτερα μόνη μου». Οι ερευνητές βρήκαν ότι οι σχέσεις που γέρνουν έστω και λίγο προς το θετικό, ακόμα κι όταν δεν το προσπαθούν, σώζονται!

Το πιο σατανικά υπέροχο, όμως, στην προσέγγιση τους είναι ότι δε μέτρησαν μόνο λέξεις. Σε προβληματικές σχέσεις, ειδικά στις γυναίκες, το σώμα δείχνει στρες πριν καν αρχίσει ο τσακωμός.  Ειδικότερα, οι γυναίκες σε μη-ρυθμισμένα ζευγάρια είχαν υψηλότερη ένταση, ακόμα κι όταν έλεγαν λίγα λόγια ή ακόμα και σε φαινομενικά ουδέτερες στιγμές του διαλόγου. Η απόκριση αυτή, με αυξημένους καρδιακούς παλμούς, ιδρωτοποιήση κι ένδειξη εγρήγορσης, υποδηλώνει ότι η σωματική ένταση προϋπάρχει της σύγκρουσης, δηλώνοντας ότι η σωματική και κατ’ επέκταση ψυχολογική επιβάρυνση σε κακές σχέσεις είναι υπαρκτή και μετρήσιμη.

Το εντυπωσιακό ωστόσο; Ο Gottman δεν προτείνει να μην καβγαδίζεις. Αντιθέτως, είπε: «Όλα τα ζευγάρια, ακόμη και τα ευτυχισμένα, έχουν αρνητικές αλληλεπιδράσεις. Όμως, αυτό που μετράει είναι αν το θετικό υπερτερεί με συνέπεια στον χρόνο.», καθώς τα ζευγάρια που άντεξαν στον χρόνο είχαν ένα σταθερό θετικό set point: η διάθεσή τους μέσα στη συζήτηση κινούταν μόνιμα προς το θετικό, ακόμη κι αν περνούσαν από στιγμές θυμού.

Έπειτα, ο Gottman, με τη συνεργασία του Levenson το 1998, δεν αρκέστηκε να χαρτογραφήσει συναισθήματα ή να μετρήσει πόσες φορές κάποιος είπε «σ’ αγαπώ» με στόμφο ή «τίποτα» με παγωμένο βλέμμα. Αντίθετα, συγκρότησε μια πολυπαραγοντική θεωρία, η οποία επιχειρεί να προβλέψει αν ένα ζευγάρι θα μείνει μαζί ή θα ανατιναχθεί συναισθηματικά πριν κλείσει ένα χρόνο. Ολόκληρη η θεωρία βασίζεται στην αλληλεπίδραση τεσσάρων μεταβλητών:

Πρώτον, η Negative Affect Reciprocity, δηλαδή το ντόμινο της αρνητικότητας, όπου κάθε επιθετικό «ναι, αλλά κι εσύ έκανες αυτό ή εκείνο..» προκαλεί την επόμενη σφαλιάρα αμυντικότητας.

Δεύτερον, το Refusal to Accept Influence, το οποίο έχει σχεδόν μεταφυσική ακρίβεια στην πρόβλεψη χωρισμών, δηλαδή αν ένας άνδρας (ναι, σχεδόν πάντα άνδρας) αρνείται να δεχθεί επιρροή από τη σύντροφό του, το τέλος είναι μόνο θέμα ημερομηνίας και memes για «τοξικές σχέσεις».

Τρίτον, η ικανότητα De-escalation· όχι απλώς να μαλώσεις όμορφα, αλλά να ξέρεις πώς να τραβήξεις το χειρόφρενο πριν πέσεις στον γκρεμό. Οι άνδρες σε σταθερές σχέσεις είχαν συστηματικά τη δεξιότητα να μειώνουν την ένταση, είτε με χιούμορ είτε με ένα αυθεντικό «έχεις δίκιο».

Τέταρτον, η Positive Affect, δηλαδή η ικανότητα να διατηρήσεις την καλοσύνη μέσα στο χάος. Όχι μόνο να είσαι θετικός, αλλά να ρυθμίζεις την ένταση χρησιμοποιώντας αυθεντική τρυφερότητα, ακόμη κι όταν είσαι έτοιμος να φωνάξεις.

Αυτό το μοντέλο δε στηρίχθηκε απλώς σε αφηρημένα ερωτηματολόγια, αλλά σε πραγματικές μετρήσεις, καθώς όταν η γυναίκα σε μια καλή σχέση αστειευόταν, η καρδιά του άνδρα ηρεμούσε μετρήσιμα, αλλά σε μια κακή σχέση, το χιούμορ ήταν σαν παυσίπονο σε ακρωτηριασμό. Το αξιοσημείωτο όμως δεν ήταν η πρόβλεψη του χωρισμού, αλλά το μοτίβο, το οποίο προέβλεπε την ευτυχία μέσα στη σχέση. Δεν αφορούσε την απουσία διαφωνιών, αλλά τον τρόπο με τον οποίο ξεκινούσαν οι διαφωνίες κι εξελίσσονταν:

Η γυναίκα ξεκινούσε τη διαφωνία με ήπιο και σαφή τόνο, χωρίς ειρωνεία ή συναισθηματική χειραγώγηση ή παθητική επιθετικότητα.
Ο άνδρας, αντί να αντιδράσει με απόρριψη ή αδιαφορία ή νεύρα, δεχόταν την επιρροή, αναγνωρίζοντας πως η άποψη της συντρόφου του έχει αξία.
Κάποιος από τους δύο έκανε το βήμα προς την αποκλιμάκωση, όχι μέσα από παραίτηση, αλλά μέσα από συναισθηματική ωριμότητα·
κι εν συνεχεία, η θετικότητα εμφανιζόταν φυσικά, μέσα από το χιούμορ, την τρυφερότητα ή ένα απλό βλέμμα που έλεγε «σε νοιάζομαι ακόμη» ή «συγγνώμη».

Καμία εντυπωσιακή χειρονομία δε χρειαζόταν. Η σταθερότητα χτιζόταν μέσα από μικρές καθημερινές επιλογές: την επιλογή να μη φωνάξεις, να μην προσβάλεις, να κάνεις πίσω για λίγο, να πεις κάτι καλό όταν δεν το περιμένει. Το μοτίβο αυτό, επαναλαμβανόμενο ήσυχα και σταθερά, έκανε τη διαφορά. Επομένως, η διάλυση μιας σχέσης δεν προϋποθέτει εκρήξεις ή προδοσίες. Αρκεί να ξεχαστεί το πώς γελούσατε με τα δικά σας αστεία, το πώς κάποτε έκανες καφέ για δύο κάθε απόγευμα στο μπαλκονάκι 1×1, το πώς γύριζες σπίτι νωρίτερα όχι από καθήκον, αλλά από επιθυμία για να περάσετε λίγο περισσότερο χρόνο μαζί.

Η αγάπη δεν αντέχει εξ ορισμού˙ αντέχει επειδή κάποιος τη διαλέγει κάθε μέρα, ακόμη και στις πιο βαρετές, αδιάφορες, εκνευριστικές ή άβολες στιγμές της.

Συντάκτης: Έρρικα Στ. Παπαδημητρίου