Θυμάσαι τότε που ξύπνησες στη μέση της νύχτας και ξεκίνησες να κλαις δυνατά; Τότε που άνοιξες τα μάτια σου, κοίταξες γύρω σου στο σκοτεινό δωμάτιο, αναστέναξες βαθιά και, αφού γύρισες σε εμβρυακή στάση έχοντας αγκαλιά το πουπουλένιο μαξιλάρι σου, ξεκίνησες έναν βαθύ, στοχαστικό μονόλογο; Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα που προσπαθούσες να δώσεις απαντήσεις σε ερωτήματα που, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, σε κρατούσαν ξάγρυπνο; Ποιος είσαι, τι κάνεις, ποιους αγαπάς, ποιους αντιπαθείς; Γιατί; Τι είναι η ζωή και τι ο θάνατος; Τι είναι η ευτυχία; Είσαι ευτυχισμένος; Ποιος είναι ο προορισμός σου; Ούτε κι αυτό δεν ξέρεις.

Και κάπου εκεί —γύρω στις 3:15 ώρα Ελλάδος— σκέφτεσαι πως τελικά τις απαντήσεις που ψάχνουμε δεν τις βρίσκουμε μόνοι μας. Μάς τις δίνουν άλλοι άνθρωποι. Άνθρωποι δικοί μας ή και ξένοι. Αλλά πάντως άνθρωποι. Άνθρωποι που μάς διαμορφώνουν, μάς καθορίζουν, μάς καλλιεργούν, μάς απωθούν, μάς νευριάζουν και μάς συγκινούν. Άνθρωποι.

Ανθρώπους σκεφτόμαστε τα βράδια στον ύπνο μας και κλαίμε. Ανθρώπους συναναστρεφόμαστε κι αγαπάμε. Με ανθρώπους τα βάζουμε και από αυτούς ζητούμε εξηγήσεις και απαντήσεις. Και αν τις ζητούμε; Σάμπως και μάς τις δίνουν; Δεν έχει σημασία. Είτε παίρνεις απάντηση είτε όχι, χρωστάς ένα ευχαριστώ στους ανθρώπους που στέκονται απέναντί σου και σε κάνουν να αισθάνεσαι ζωντανός. Στους ανθρώπους που καλλιέργησαν μέσα σου την ευαισθησία, σε εκείνους που σου έδειξαν το διαφορετικό —όχι το αναμενόμενο— σε αυτούς που ανέπνεαν κοντά σου συλλαβίζοντας ρυθμικά πως η ζωή είναι όμορφη, χρωστάς ένα ευχαριστώ. Είναι ευλογία να έχεις έναν άνθρωπο να σού δείχνει πέρα από αυτά που μπορείς να δεις. Στον άνθρωπο που σε πήρε από το χέρι και σε δίδαξε αθόρυβα μα αποτελεσματικά, σε εκείνον που είδε τη διαφορετική σου πλευρά, ακόμη κι αν εσύ πάσχισες να την κρατήσεις κρυφή, σε όποιον σού σιγοτραγούδησε ένα νανούρισμα για να απαλύνει τον πόνο της ψυχής σου —στο αποκούμπι σου— χρωστάς ένα ευχαριστώ. Γιατί παιδεμό σού δίνουν όλοι. Αναπαμό δε δίνει κανείς.

Στους ανθρώπους εκεί έξω που σού χαμογέλασαν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, όταν εσύ μέσα σου ανέβαινες τον μεγαλύτερό σου Γολγοθά, σε αυτούς που σε βοήθησαν να λύσεις το γραφειοκρατικό πρόβλημα που σε ταλαιπωρούσε, σε αυτόν που σού άνοιξε την πόρτα όταν τα χέρια σου ήταν φορτωμένα με σακούλες από ψώνια, σε αυτόν που σού έδωσε προτεραιότητα στο φανάρι, σε εκείνον που σού παραχώρησε τη σειρά του στην ουρά της τράπεζας, στον άνθρωπο που σε σήκωσε όταν σκόνταψες στο πεζοδρόμιο, σε εκείνον που σε είδε να κλαις στον δρόμο και έκανε ότι χαζεύει τις βιτρίνες για να μη σε φέρει σε δύσκολη θέση, σε όποιον κατάλαβε πως δεν είσαι καλά, αλλά δεν προσπάθησε ποτέ να σε κάνει να αισθανθείς άβολα κάνοντας αδιάκριτες ερωτήσεις, χρωστάς ένα ευχαριστώ.

Ένα ευχαριστώ χρωστάς και στον εαυτό σου για όλες εκείνες τις μέρες που μιλούσες μόνος σου —όχι με λέξεις, αλλά με κραυγές. Για τις μέρες που πάλευες στο σκοτάδι και προσπαθούσες να μη χάσεις την ανθρωπιά σου. Για τις νύχτες που έπεσες στο κρεβάτι και προσπάθησες να κοιμηθείς ενώ ήξερες ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κλείσεις μάτι. Για τα πρωινά που σηκώθηκες με καρδιά βαριά, άδεια ψυχή και μπερδεμένο μυαλό, αλλά δεν το έβαλες κάτω. Ένα ευχαριστώ χρωστάς στον εαυτό σου που δε σε εγκατέλειψε όταν εσύ τον παράτησες δίχως δεύτερη σκέψη. Στον εαυτό σου, τον οποίο πάντα θα αναζητάς, θα τον ταΐζεις ψέματα, υποσχέσεις, ελπίδες και πάντα θα επιστρέφεις σε αυτόν.

Κι ύστερα, χρωστάς ένα ευχαριστώ στη ζωή. Σε αυτή τη μαγική, απρόσμενη, μπερδεμένη, γεμάτη στροφές και ανηφόρες, τσαχπίνικη περιπέτεια που σού αποδεικνύει κάθε μέρα ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο και ότι αυτό που έχει πραγματική αξία είναι οι στιγμές που ζούμε με τους ανθρώπους που αγαπάμε — οι αγκαλιές που ανταλλάσσουμε, τα χαμόγελα που σκάμε όταν όλα πάνε στραβά, το νευρικό γέλιο που μάς πιάνει στις τρεις το ξημέρωμα, τα χάδια μας και τα γλυκά παράπονά μας. Αυτά έχουν σημασία. Αυτά αξίζουν. Σε αυτά χρωστάμε ένα τεράστιο ευχαριστώ, γιατί μάς δίνουν ανάσα, ρυθμό και δύναμη να αντιμετωπίσουμε όποια πρόκληση πέσει στον δρόμο μας.

Κάπου ανάμεσα στις λέξεις που δεν είπες, στις γεμάτες στοργή και τρυφερότητα ματιές που μίλησαν χωρίς φωνή, υπάρχει ένα ευχαριστώ που χρωστάς στους ανθρώπους που ήρθαν στο μυαλό σου διαβάζοντας αυτές τις γραμμές. Μην περιμένεις να έρθει η κατάλληλη στιγμή, να νιώσεις έτοιμος, να βρεθεί ο σωστός τρόπος. Τώρα είναι η ώρα. Πάρε το τηλέφωνο και κάλεσε όποιον θέλεις να ευχαριστήσεις. Βάλε το μπουφάν σου και χτύπα την πόρτα του ανθρώπου στον οποίο χρωστάς αυτό το μεγάλο ευχαριστώ.

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη