Τα περισσότερα προβλήματα που έχουμε στην ενήλικη ζωή μας προξενούνται κυρίως από τις αρνητικές μας παιδικές εμπειρίες. Οι σύγχρονες ψυχολογικές θεωρίες έχουν πλειστάκις και ολιστικά αναπτύξει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει η παιδική ηλικία στη μετέπειτα ανάπτυξη του ανθρώπου. Το παιδί που έχουμε μέσα μας κάνει πάντα ό,τι μπορεί, ώστε ο ενήλικος εαυτός μας να μην αναβιώσει ό,τι το πλήγωσε στα παιδικά του χρόνια. Είναι μία μορφή αυτοπροστασίας κι ένας μηχανισμός άμυνας.

Όμως, επειδή η ψυχολογία είναι μία ολόκληρη επιστήμη και δεν είναι ορθό να μπαίνουμε σε ξένα χωράφια, θα σταθούμε μονάχα σε τούτα που κατά καιρούς μάς έχουν απασχολήσει εδώ, σε αυτά τα λημέρια. Θα μιλήσουμε για εκείνα τα τραύματα τα οποία υποβόσκουν εντός μας και– για κακή μας τύχη– δεν είναι τόσο ορατά ώστε να αναζητήσουμε εγκαίρως θεραπεία.

Διότι, δεν είναι όλα τα τραύματα ούτε τόσο μεγάλα ούτε τόσο πασίδηλα, ώστε να τα ανακαλύπτεις με μία σχετική ευκολία μέσα από μία βαθύτερη συζήτηση μεταξύ φίλων ή ξαπλωμένη στο ντιβάνι του ψυχοθεραπευτή. Υπάρχουν και ‘κείνα τα τραύματα που μοιάζουν περισσότερο με αμυχές ή έντονες γρατζουνιές, παρά με πληγή που, αν δεν την επουλώσεις, θα σε μολύνει. Μια μεγάλη πληγή συνοδεύεται από έντονο πόνο και – συνήθως – της χρειάζεται αρκετός καιρός για να κλείσει. Όμως, καθόλου αμελητέες δε (θα έπρεπε να) είναι και οι γρατζουνιές που γεμίζουν το σώμα ή την ψυχή μας.

Μολονότι εν πρώτοις φαίνονται ιδιαίτερα ασήμαντες λόγω του μικρού μεγέθους τους, δε θα πρέπει να υποτιμούνται. Γιατί, σκεφτείτε πόσο πονάτε κάθε φορά που σας κόβει το χαρτί του τετραδίου στον αντίχειρα ή όταν δαγκώνετε μία παρανυχίδα και ματώνετε το δάχτυλό σας ή ακόμη και όταν, από απροσεξία σας, το μαχαίρι αντί για το φρούτο ξεφλουδίζει το χέρι σας. Φανταστείτε αυτού του είδους οι –σχεδόν ανεπαίσθητες– επενέργειες να μην είναι εξωτερικές. Να μην εντοπίζονται σε ένα κόψιμο ή σε μία φευγαλέα απροσεξία, αλλά σε λόγια, φράσεις και συμβουλές που έχουμε κατά καιρούς εισπράξει. Φανταστείτε πώς θα έμοιαζε μία γρατζουνιά στην ψυχή ενός ανθρώπου και όχι στο σώμα του.

Οι γρατζουνιές που δημιουργούνται στην ψυχή μας είναι εκείνες οι κουβέντες, τα λόγια, οι φράσεις που άλλοι άνθρωποι μάς έχουν πει καλόπιστα (ή και όχι) κάποια στιγμή της ζωής μας και που, για κάποιο λόγο, “έκατσαν” βαριά μέσα μας. Θυμηθείτε πόσα από εκείνα που σας λέγανε οι γονείς, οι παππούδες, οι δάσκαλοί σας όταν ήσασταν παιδάκια, σας στοιχειώνουν ακόμη και σήμερα και διαμορφώνουν ενδόμυχα τη σκέψη και τη συμπεριφορά σας.

Χαρακτηριστική, θαρρώ, είναι εκείνη η φράση που μας την έλεγαν όλοι, ωσάν να ήταν συνεννοημένοι, κάθε φορά που προσπαθούσαμε να κάνουμε κάτι και νιώθαμε πως δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε: «Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δε θέλω». Χρησιμοποιούσαν αυτή τη φράση για σημαία τους, θέλοντας να μας δείξουν πως αυτή είναι μία στάση ζωής, ένας τρόπος ύπαρξης, μία μορφή στοχοθεσίας, αλλά στην πραγματικότητα μας έκαναν να νιώσουμε πως κάτι πάει στραβά με την πάρτη μας. Γιατί ναι, όταν ο γονιός λέει στο παιδί του «δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δε θέλω», καλόπιστα θέλει να το παρακινήσει να προσπαθήσει, να μην τα παρατήσει, να μην τα βάλει κάτω με την πρώτη δυσκολία, όμως, δυστυχώς, δεν κατορθώνει να επικοινωνήσει αυτόν τον στόχο. Το παιδί (και ο ενήλικας) που εισπράττει αυτή σου την κουβέντα, αντιλαμβάνεται πως «δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν προσπαθώ αρκετά, γιατί δε θέλω» και έτσι γεννιούνται μέσα του αμφιβολίες, δεύτερες σκέψεις και δισταγμοί, που αντί να τονώσουν το «εγώ» του, όπως ήθελες αρχικά, πλήττουν την αυτοεκτίμησή του και θίγουν – δίχως άλλο – την αυτοεικόνα του.

Εκείνος που σου λέει πως δεν μπορεί να κάνει εκείνο με το οποίο έχει τώρα καταπιαστεί –εκουσίως ή μη– δε στο λέει (πάντα) επειδή βαριέται, είναι τεμπελάκος ή ρίψασπις. Το παιδί που ισχυρίζεται πως δεν μπορεί, ενδέχεται όντως να μην μπορεί. Όμως, αυτή η φράση, με την οποία μεγάλωσαν γενιές και γενιές, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στο υποσυνείδητό μας, που ακόμη και τώρα, στα ενήλικα χρόνια της ζωής μας, κάθε φορά που θέλουμε να κάνουμε κάτι και δεν τα καταφέρνουμε, τα βάζουμε με τον εαυτό μας και εξαπολύουμε εναντίον του δριμύτατες επιθέσεις.

«Καημένε μου, τι σημαίνει δεν μπορείς; Αν ήθελες, θα τα κατάφερνες. Αλλά, μάλλον δε θέλεις. Άσε, λοιπόν, εκείνους που πράγματι θέλουν, έχουν στόχο και γνήσιο πείσμα, να προσπαθήσουν», λες στον εαυτό σου και τα παρατάς. Και το κακό δεν είναι πως τα παρατάς, αλλά ότι τα παρατάς για τους λάθος λόγους. Γιατί είναι άλλο πράγμα να παρατήσεις κάτι –ή μάλλον, ορθότερα και πιο εξωραϊσμένα, να σταματήσεις να ασχολείσαι με κάτι και να προσπαθείς– γιατί αντιλαμβάνεσαι τη φυσική σου αδυναμία, κι άλλο πράγμα να φεύγεις από κάπου γιατί περνιέσαι για «λίγος» και μάλιστα για λιγόψυχος.

Γιατί ναι, οι άνθρωποι δεν μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Ίσως να μοιάζει αρκετά πεσιμιστική αυτή η αντιμετώπιση, όμως είναι αλήθεια. Όλα, λένε, τα μπορεί ο άνθρωπος, αρκεί να το θέλει. Μύθος –και μάλιστα από τους μεγαλύτερους. Υπάρχουν πράγματα που ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει για διάφορους λόγους και τούτο καθόλου μεμπτό δεν είναι.

Πετάτε αυτή τη φράση και πιστεύετε πως φτιάχνετε δυνατούς ανθρώπους. Αδύναμους ανθρώπους φτιάχνετε, όμως. Ανθρώπους που, αναζητώντας δυνάμεις που δεν έχουν, φτάνουν στο σημείο να αμφισβητούν – και εντέλει να περιθωριοποιούν – τις δυνάμεις (λιγοστές ή περισσότερες) που έχουν.

«Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μπορώ». Τούτο να κάνεις: εκείνο που μπορείς. Γιατί μόνον τότε θα είσαι υπόλογος απέναντι στους άλλους –και πρωτίστως απέναντι στον εαυτό σου– όταν μπορούσες να κάνεις κάτι και δεν το ’καμες.

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη