Κι έφτασε ένα από τα τελευταία πρωινά του Αυγούστου. Τι θέλουν και ξημερώνουν τέτοια πρωινά; Το καλοκαίρι τελειώνει. Αυτή η εποχή, που τόσο ορμητικά κάθε φορά μπαίνει στη ζωή μας, φτάνει στο τέλος της για ακόμη μία φορά. Το καλοκαίρι φεύγει και δίνει δειλά-δειλά τη θέση του στο φθινόπωρο, την πιο καταθλιπτική εποχή του χρόνου.

Είναι, θαρρείς, που του φθινοπώρου προηγείται το ξεφάντωμα, η γαλήνη, ο αναπαμός, που το κάνουν να φαίνεται μουντό και άσχημο. Το καλοκαίρι -ακόμη και για ‘μενα, που αγαπώ βαθύτατα τον χειμώνα- κρύβει μέσα του μία σαγήνη. Κανείς δεν ξέρει το γιατί. Μην πέσετε στην παγίδα της εύκολης απάντησης. Μην πείτε: «Κάνεις διακοπές, πας στη θάλασσα, τρως παγωτά.» Δεν είναι αυτοί οι λόγοι, που οι καλοκαιρινοί οι μήνες φωλιάζουν στην ψυχή μας. Όχι.

‘Κείνο, που διαχρονικά καθιστά σαγηνευτικό το καλοκαίρι είναι η πτώση των όποιων αμυνών μας. Θα το ‘χετε προσέξει και ‘σεις: Τα καλοκαίρια δε χαμογελάμε απλώς. Γελάμε δυνατά. Χορεύουμε. Κοιτάμε τους ανθρώπους στα μάτια. Αγκαλιαζόμαστε. Περπατάμε ώρες ατελείωτες, χωρίς να μετράμε την ώρα. Αγαπάμε. Αγαπιόμαστε. Και πάλι από την αρχή. Πόσο ανθρώπινα, Θεέ μου, συμπεριφερόμαστε τα καλοκαίρια.

Τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου σταματάμε να φερόμαστε ανθρώπινα. Σταματάμε να είμαστε άνθρωποι. Γιατί άνθρωπος δεν είναι εκείνος, που έχει τη σάρκα και τα οστά του ανθρώπου. Άνθρωπος είναι αυτός, που έχει ψυχή εξωραϊσμένη, γεμάτη καλοσύνη, τρυφερότητα, αγάπη.  Κι, αν μάς δεις όλους, έναν προς έναν, μεσ’ στο καταχείμωνο, κανείς μας δεν είναι ανθρώπινος. Και το πιο οδυνηρό απ’ όλα είναι ότι σήμερα χάνουμε την ανθρωπιά μας από επιλογή. Επιλέγουμε να βαδίζουμε με το κεφάλι σκυφτό. Επιλέγουμε να αντικρίζουμε τους ανθρώπους με καχυποψία, πονηριά, σκληρότητα. Επιλέγουμε -κάθε μέρα- να μετράμε τα προβλήματά μας. Δεν υπολογίζουμε την ευτυχία μας. Για την ακρίβεια, δε δίνουμε δεκάρα. Επιλέγουμε να πεθαίνουμε κάθε μέρα και από λίγο. Ζούμε 360 μέρες τον χρόνο αναμένοντας να φτάσουν εκείνες οι 5 μέρες του καλοκαιριού. Είναι ζωή αυτή; Πώς γίνεται τα καλοκαίρια να μάς αλλάζουν τόσο;

Θυμήσου τον εαυτό σου το καλοκαίρι, που τώρα μάς αποχαιρετά, και κάνε τη σύγκριση. Ποιος ήσουν το καλοκαίρι; Πώς ήσουν; Πόσες φορές γέλασες αυθόρμητα; Πόσες φορές γέλασες δυνατά; Ποιόν σκεφτόσουν, όταν έκλαιγες κουρνιασμένος κάτω στην καυτή την άμμο; Πόσες φορές πήρες τηλέφωνο τους φίλους σου να δεις τι κάνουν; Θυμάσαι τη νύχτα που κοίταξες τους γονείς σου και ένιωσες βαθιά ευγνωμοσύνη και περηφάνια γι’ αυτούς; Εκείνο το απόγευμα, που έφαγες παγωτό φουντούκι, χωρίς να σε νοιάζει, αν θα σού μπαίνουν τα χειμωνιάτικα; Πόσα ταξίδια έκανες κοιτώντας έξω από το παράθυρο και τραγουδώντας δυνατά εκείνο το τραγούδι, που πάντα ακούς μόνος σου στο σπίτι, γιατί δεν μπορείς να σταματήσεις τα δάκρυα, που ποτίζουν το πρόσωπό σου; Πόσες φορές αισθάνθηκες τυχερός αυτό το καλοκαίρι; Πόσες φορές σήκωσες το βλέμμα σου ψηλά στον ουρανό και ήθελες να κλάψεις; Πώς έμοιαζε εκείνη η αγκαλιά, που αυθόρμητα σε πήρε κάποιος; Πώς ένιωσες, όταν βαδίζοντας -έστω και ξυπόλητος- με το κεφάλι ψηλά και τα μαλλιά σου, σκορπίζοντας παντού θαλασσινό αλάτι, ανέμιζαν χαρούμενα; Πόσο ευτυχισμένος ήσουν;

Και τώρα, στον απόηχο του καλοκαιριού, λες -σχεδόν με δάκρυα στα μάτια και έναν κόμπο στον λαιμό- πως «τα κεφάλια μέσα». Επιστροφή στις υποχρεώσεις. Το καλοκαίρι τελειώνει λες και ξαναλές κι αφήνεις τον φόβο να εμφιλοχωρήσει στην καρδιά σου. Το καλοκαίρι δεν τελειώνει, όμως. Δεν τελειώνει, όταν τελειώνει ο Αύγουστος και επιστρέφουμε από τις διακοπές μας. Το καλοκαίρι τελειώνει, όταν τελειώσει μέσα μας. Όταν η ψυχή σου μπολιαστεί (και πάλι) με μιζέρια, δυστροπία, απογοήτευση, μισαλλοδοξία και απαισιοδοξία, τότε, να ξέρεις, τελειώνει το καλοκαίρι.

Όσο φροντίζεις την ψυχή σου και την ποτίζεις με αγάπη και τρυφερότητα, το καλοκαίρι βασιλεύει. Όσο επιτρέπεις στον εαυτό σου να συγκινείται, είναι καλοκαίρι. Το πρωί, που ξυπνάς και αναζητάς την ομορφιά αυτού του κόσμου κόντρα στις κακουχίες και τις κακοτοπιές, που μπορεί η μοίρα να έριξε στον δρόμο σου, έχουμε Αύγουστο, ακόμη και αν εκεί έξω έχει βαρυχειμωνιά και χιονίζει. Το καλοκαίρι δεν είναι εποχή. Το καλοκαίρι είναι τρόπος ζωής. Το καλοκαίρι το φτιάχνουμε μόνοι μας, δεν περιμένουμε να πέσουν τα φύλλα, να φύγει ο χειμώνας και να ξετρυπώσει η άνοιξη.

Γιατί το καλοκαίρι δεν είναι μόνον ήλιος, θάλασσα, αμμουδιά. Καλοκαίρι είναι το φως, που εκπέμπεις, η ζεστασιά με την οποία αγκαλιάζεις τους ανθρώπους σου όταν πονούν, ο αυθορμητισμός που σε διακρίνει, το πλεόνασμα τρυφερότητας που χαρίζεις σε όσους απογοητευμένοι, πονεμένοι, αδικημένοι και πληγωμένοι φτάνουν στο κατώφλι σου για παρηγοριά.

Να είστε τα καλοκαίρια στους χειμώνες των άλλων. Να φτιάχνετε έναν Αύγουστο μέσα στον Γενάρη. Να είστε ανέμελοι, ζωηροί, τσαχπίνηδες. Και -μεταξύ μας- κάπου κάπου να αφήνετε κάποιον ή κάτι να σάς ξελογιάζει. Όπως λέει ο Λουντέμης: «Άνθρωπος, που δεν μπορεί να ξελογιαστεί, είναι άχρηστος. »

Καλό χειμώνα!

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη