Θα ακούσετε πολλούς να λένε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από αυτόν τον μεσημεριανό ύπνο το καλοκαίρι. Εσύ αφήνεσαι -σχεδόν κυριολεκτικά- στην αγκαλιά του Μορφέα, τα τζιτζίκια πάλλονται, οι αχτίδες του φωτός περνούν ΄διάχυτες μέσα από τις κουρτίνες του παραθύρου και η ζωή φαίνεται για μια στιγμή να σταματά. Έχουν μια ρομαντική ηρεμία και γαλήνη τούτες οι μεσημεριανές τις ώρες. Κλείνεις τα μάτια και κοιμάσαι. Δε στριφογυρνάς. Δε βαριανασαίνεις. Δεν προλαβαίνεις καν να ανάψεις την τηλεόραση για να νανουριστείς. Ο χρόνος αρχίζει να κυλά διαφορετικά.

Ξυπνάς και το ρολόι δείχνει πέντε. Ούτε ξέρεις πού βρίσκεσαι. Κοιμήθηκες βαθιά, λες και είχες να κοιμηθείς τρία χρόνια. Το μαξιλάρι γέμισε με σάλια -κοιμήθηκες, βλέπεις, με το στόμα ανοιχτό. Παίρνεις αγκαλιά το μαξιλάρι, αλλάζοντας πλευρό -είναι νωρίς ακόμη για να σηκωθείς από το κρεβάτι- και ξεκινάει μέσα σου ένας βαθύς φιλοσοφικός στοχασμός, ικανός να σε ρίξει και πάλι σε λήθαργο. Όμως, είναι μεσημέρι του Αυγούστου και σκέφτεσαι πως τίποτε και κανείς δεν αξίζει να σού χαλάσει αυτή την ηρεμία. Η ψυχή σου έχει παραδοθεί και δεν έχει τη δύναμη να διαβεί τα δύσκολα αυτά μονοπάτια της σκέψης. Αλλάζεις και πάλι πλευρό και κάπως -ξαφνικά- ξανακοιμάσαι.

Κοιμήθηκες πολύ. Φούσκωσες από ύπνο. Ώρα να σηκωθείς. Ψήνεις τον καφέ σου, βγάζεις το τάπερ με το καρπούζι από το ψυγείο και κάθεσαι κάτω από την κληματαριά να ξυπνήσεις. Τα τζιτζίκια μάλλον κουράστηκαν, δε φωνάζουν το ίδιο δυνατά. Ανασαίνεις βαθιά. Φαίνεται σαν να σε απασχολεί κάτι. Αλλά ποιος να ξέρει; Σάμπως και σού παίρνουν κουβέντα; Κάθεσαι σκεπτικός και πίνεις γουλιά- γουλιά τον καφέ σου. Δε λες κουβέντα. Αλλά -έννοια σου- ό,τι δεν είπες όλη τη μέρα, θα σού γυρίσει -σαν μπούμερανγκ- το βράδυ.

Η ώρα πέρασε. Παίρνεις τα πόδια σου και αφού συγυρίσεις τα πιατοπότηρα του μεσημεριανού, ντύνεσαι, στολίζεσαι και βγαίνεις για σεργιάνι. Περπατάς ίσα με δέκα χιλιόμετρα. Βόλτα εδώ. Βόλτα εκεί. Πρέπει να τούς δεις όλους. Πρέπει να γυρίσεις όλα τα σημεία. Λίγες μέρες σού μένουν ακόμη. Μετά τα κεφάλια μέσα, πού καιρός για βόλτες; Γι’ αυτό, παλεύεις να τα προφτάσεις όλα και όλους.

Το βράδυ βρίσκεις τους φίλους σου, εκείνους στα μάτια των οποίων καθρεφτίζεται η ψυχή σου. Ένα μικρό τραπεζάκι στη μέση και ίσα με είκοσι καρέκλες γύρω απ’ αυτό. Θυμάστε τα παλιά. Γελάτε. Σοβαρεύετε. Κάνετε πλάκα. Πειράζετε ο ένας τον άλλον. Συζητάτε για το μέλλον, κάνοντας μικρές αναφορές στο παρελθόν. Το τραπεζάκι έχει γεμίσει από άδεια μπουκάλια μπίρας. Ξεκινάς να μετράς, αλλά χάνεις το μέτρημα και τα παρατάς.

“Θυμάσαι εκείνο το καλοκαίρι που….” λέει κάποιος από την παρέα και αρχίζει να εξιστορεί μια ιστορία. Οι υπόλοιποι, που κάθονται τριγύρω, φαίνεται να ακούν με μεγάλη προσήλωση. Άλλοι συμπληρώνουν με λεπτομέρειες. Εσύ; Εσύ σταμάτησες να ακούς από ένα σημείο και μετά. Συνειδητοποίησες πως όλα τα καλοκαίρια της ζωής σου τα έχεις περάσει με αυτούς τους ανθρώπους. Τούς κοιτάς και κάτι συμβαίνει μέσα σου, αλλά δεν ξέρεις ούτε τι είναι ούτε και πώς να το διαχειριστείς. Οι καινούργιες μπίρες φτάνουν στο τραπέζι και η σκέψη σου διακόπτεται. Είναι καιρός να γεμίσεις την ψυχή σου με λίγη παγωμένη μπύρα και όχι με σκοτούρες. Σταματάς. Σκας ένα χαμόγελο και συμμετέχεις και ‘συ στη συζήτηση. Δεν έχει σημασία, που τόση ώρα δεν άκουγες. Άλλωστε, έχετε πει τόσες φορές αυτή την ιστορία, που την ξέρεις με κάθε λεπτομέρεια.

Κάπου ανάμεσα στο γέμισμα του ποτηριού και στις ιστορίες για αγρίους, που ακούγονται στο τραπέζι, ψάχνεις το κινητό σου. Ούτε το κοίταξες τόση ώρα. Τι ώρα να έχει πάει; Θα κοντεύει δώδεκα; Ανοίγεις το κινητό και -έκπληκτος- διαπιστώνεις πως η ώρα είναι περασμένες τρεις. Πότε ξημέρωσε; Δεν κατάλαβες τίποτα. Καληνυχτίζεις την παρέα, γιατί έχεις ήδη αρχίσει να γλαρώνεις, και παίρνεις τον δρόμο για το σπίτι. Η διαδρομή σού είναι τόσο οικεία, που θα μπορούσες να φτάσεις στο σπίτι σου με κλειστά τα μάτια.

Πλένεις τα πόδια σου με το λάστιχο, πίνεις λίγο νερό και πέφτεις στο κρεβάτι σου. Το καλοκαίρι δεν έχει ούτε skincare ούτε τίποτα. Παραπατάς. Και που έφτασες στο σπίτι είναι αρκετό. Αισθάνεσαι μία κούραση ανεξήγητη. Δεν έκανες τίποτα όλη μέρα. Έτρωγες, έκανες βόλτες και έπινες. Τι απ’ τα τρία να σε εξαντλήσει τόσο; Άσε που το μεσημέρι γέμισες τις μπαταρίες σου. Θα κοιμηθώ, λες, τρεις μέρες σερί. Και παίρνεις θέση. Αγκαλιάζεις το μαξιλάρι, ρίχνεις το σεντονάκι σου και κλείνεις τα μάτια σου, που τόση ώρα τα αισθάνεσαι βαριά. Τικ τακ, τικ τακ. Ακούς τους ήχους του λεπτοδείκτη. Γιατί δεν κοιμάσαι; Είσαι κουρασμένος, το αλκοόλ ρέει άφθονο μέσα σου και είναι ήδη περασμένη η ώρα. Τι συμβαίνει;

Θα σού πω εγώ τι συμβαίνει. Ό,τι σκεφτόσουν όλη μέρα, όλα όσα είδες ή άκουσες και σε προβλημάτισαν, όλες οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί σου, οι ανασφάλειες και τα προβλήματά σου, σού χτύπησαν την πόρτα και άνοιξαν τα παράθυρα διάπλατα. Καμία διακριτικότητα. Ούτε την ιερή στιγμή του ύπνου σου δε σεβάστηκαν. Αμ τι νόμιζες φιλαράκι; Όλα θα κυλούσαν ήρεμα;

Φυσάς, ξαναφυσάς. Αλλάζεις πλευρό, αλλάζεις μαξιλάρι. Όμως, τούτες οι έρμες οι ερωτήσεις, που θέτει -άλλοτε με ύφος επικριτικό και ειρωνικό κι άλλοτε με αυστηρότητα και σαρκασμό, ουδέποτε, όμως, με τρυφερότητα και φροντίδα- το μυαλό σου στην καρδιά σου δεν έχουν τελειωμό. Ο ήλιος κοντεύει να ανατείλει και ‘συ ακούς συνεχώς μέσα στο κεφάλι σου τις ίδιες -άκομψες- ερωτήσεις.

Ποιος είμαι;

Έγινα όλα όσα ήθελα, όταν ήμουν παιδί;

Του χρόνου το καλοκαίρι θα είμαι και πάλι εδώ; Με τους ίδιους ανθρώπους; Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο;

Μού αρέσει η ζωή μου;

Είμαι όμορφος; 

Μπορώ να τα καταφέρω; 

Οι άλλοι γιατί έχουν κάνει τόσα βήματα μπροστά και ‘γω έχω μείνει στάσιμος; 

Οι άλλοι άνθρωποι στην ηλικία μου, πόσα έχουν καταφέρει; Εγώ; Γιατί; 

Απαντήσεις, στις οποίες -ειδικά αυτές τις μεγάλες ώρες- απάντηση δεν πρόκειται να βρεις. Αυτά τα προβλήματα θα σε απασχολούν για όσο ζεις. Όμως, μην τα αφήνεις να σε επηρεάζουν και να σού χαλάνε τον ύπνο. Το στοίχημα του καλοκαιριού, ‘κεινο, που πρέπει να πασχίσεις για να το κερδίσεις, είναι -όχι πόσα μπάνια θα κάνεις και πόσα παγωτά θα φας, αλλά πόσες νύχτες θα καταφέρεις να κοιμηθείς με την ίδια ευκολία, που κοιμάσαι τα μεσημέρια μετά το φαγητό.

Δύσκολα, βέβαια, το κερδίζεις τούτο το στοίχημα. Γιατί, όταν πέφτει ο ήλιος και έρχεται η νύχτα, όλα ξαφνικά σκληραίνουν. Σκληραίνεις -μεταξύ άλλων- και ‘συ. Δε δίνεις άφεση στις αμαρτίες σου. Όμως, μη μασάς. Υπάρχει τρόπος να κερδίσεις. Ρώτα τον εαυτό σου: “Είμαι καλός άνθρωπος;”.

Εκείνη την ώρα, σε παρακαλώ, να είσαι ειλικρινής. Βάλε το χέρι στην καρδιά και απάντα. Αν η απάντηση είναι θετική, κλείσε τα μάτια και κοιμήσου. Ξέχνα τα όλα. Και όσα έκανες και όσα δεν έκανες. Γιατί η καλοσύνη θα σώσει τον κόσμο.

Κοιμήσου. Αύριο ξημερώνει μία νέα μέρα.

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη