Υπάρχουν στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου που οι λέξεις δεν αρκούν για να περιγράψουν τη συναισθηματική του κατάσταση. Είναι κάποιες μέρες που δεν είσαι ούτε αρκετά χαρούμενος, ούτε αρκετά λυπημένος. Νιώθεις ευγνώμων για όλα όσα έχεις, αλλά ταυτόχρονα κάτι δε σού αρέσει σε όλα όσα κάνεις. Η ευτυχία, η μελαγχολία και αναμεσίς η άγνοια, κατά παράφραση του ποιητή.

Αν σε ρωτήσουν πώς νιώθεις ακριβώς, δεν ξέρεις τι να τούς πεις. Δε νιώθεις καλά, αλλά δε νιώθεις κι άσχημα. Είσαι εντάξει με την πάρτη σου, αλλά ταυτόχρονα σε χαλάει και κάτι. Μπορεί να ακούσεις κάτι και να ξεκαρδιστείς στα γέλια, αλλά την ίδια ετούτη τη στιγμή μπορεί να αρχίσεις να κλαις το ίδιο δυνατά με τότε που σού ‘παίρναν την πιπίλα.

Δεν έχεις διαταραχή προσωπικότητας. Μη φοβάσαι. Όλοι έχουμε αισθανθεί έτσι -λίγο περίεργα- σε κάποια φάση της ζωής μας. Το συναίσθημα του να νιώθεις κάπως, αλλά να μην μπορείς να περιγράψεις ακριβώς το πώς είναι ένα ανθρώπινο συναίσθημα. Μπορεί να μην έχει όνομα, αλλά υπάρχει. Υπάρχει όπως ακριβώς υπάρχουν και τα άλλα -τα πιο οικεία στη λεξιλογική μας φαρέτρα- συναισθήματα. Το συναίσθημα αυτό μοιάζει με μία υποβόσκουσα ταραχή, μία ανησυχία, που εκτός από όνομα δεν έχει και κάποια εύλογη αιτία ύπαρξης.

Όλα φαίνεται να πηγαίνουν τόσο καλά στη ζωή σου. Έχεις πετύχει όλα σου τα όνειρα. Όλα όσα φανταζόσουν όταν σαν παιδί έκλεινες τα μάτια σου και παραδινόσουν στην αγκαλιά του Μορφέα. Υπάρχουν τόσοι λόγοι για να είσαι χαρούμενος. Και είσαι. Όμως, είναι κάτι πιο βαθύ, που λερώνει την ψυχή σου. Μια ελαφριά ψυχρότητα, μία απόσταση. Κάτι σαν ομίχλη, που απλώνεται σε μια ηλιόλουστη μέρα.  Και κεινο που σε ανησυχεί είναι ότι δεν ξέρεις τι είναι αυτό και ως εκ τούτου δεν ξέρεις πώς και πότε θα περάσει. Γιατί, αν ήταν λύπη, θα χρησιμοποιούσες κάποιο παυσίλυπο. Αν ήταν πόνος, θα έπαιρνες παυσίπονο και αν ήταν άγχος, θα προμηθευόσουν κάποιο αγχολυτικό.

Όμως, αυτό που νιώθεις τώρα εσύ είναι αχνό και απροσδιόριστο. Δυσκολεύεσαι να το ορίσεις. Αυτό το αβάφτιστο συναίσθημα σε πλημμυρίζει επί παραδείγματι κάθε φορά, που βρίσκεσαι κάπου και κανένας δε σού δίνει σημασία. Βρίσκεσαι μέσα σε έναν χώρο γεμάτο φωνές, τραγούδια, ανθρώπους. Όλοι μιλούν μεταξύ τους -κοινωνικοποιούνται- και ανταλλάσουν απόψεις, τηλέφωνα, social. Κι εσύ κάθεσαι στη γωνίτσα σου και περιμένεις πότε κάποιος θα σού απευθύνει τον λόγο. Προσπαθείς να φανείς απόλυτα φυσικός και cool. Σκρολάρεις -δήθεν- στο κινητό, σκας και ‘κανά χαμόγελο πού και πού. Δεν αισθάνεσαι μοναξιά ούτε αμηχανία. Δε σε πιάνουν τα υπαρξιακά σου ούτε αναρωτιέσαι, γιατί δε σού μιλάει κανείς. Μέσα σε όλη αυτή τη συνθήκη, αισθάνεσαι κάπως, αλλά δεν μπορείς να περιγράψεις πώς και γι’ αυτό αγχώνεσαι περισσότερο.

Φεύγεις και παίρνεις τον δρόμο της επιστροφής. Πας προς το σπίτι. Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνεις και στην ερώτηση: “πώς είσαι;” απαντάς -σχεδόν- αυτόματα: “καλά”. Η συζήτηση συνεχίζει, όμως, σε αυτή συμμετέχεις μόνον ως παθητικός ακροατής. Στην άλλη γραμμή ακούγονται ένα σωρό λόγια, όμως, εσύ έχεις σταθεί στην απάντηση, που έδωσες προ ολίγου. “Καλά. Είμαι καλά. Είμαι καλά;” Δεν ξέρεις να απαντήσεις ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν ξέρεις τι είναι αυτό, που σε ταλανίζει. Νιώθεις ένα κούμπωμα. Ένα σφίξιμο. Ένα κάτι. Κλείνεις το τηλέφωνο και συνεχίζεις την πορεία σου. Λίγο έμεινε. Σταματάς στη διάβαση -είναι κόκκινο. Παρατηρείς τα αυτοκίνητα να διασχίζουν τη λεωφόρο και σκέφτεσαι τι μπορεί να σού συμβαίνει. Να νιώθουν άραγε κι άλλοι άνθρωποι έτσι; Ένα λαχανί αυτοκίνητο μόλις σταμάτησε μπροστά σου. Τι όμορφα που είναι τα λαχανί αυτοκίνητα, σκέφτεσαι. Θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερα στους δρόμους. Το φανάρι άναψε πράσινο. Στρίβεις δεξιά και αναρωτιέσαι πού να πήγαινε εκείνο το αυτοκίνητο. Χάρηκες τόσο με αυτό το χρώμα. Αναθάρρεψες. Ξαφνικά εκείνο το απροσδιόριστο συναίσθημα, που βάραινε την ψυχή σου, έφυγε.

Δύο στενά μείνανε ακόμη και έφτασες στο σπίτι. Περνάς έξω από το δημοτικό σου σχολείο και σε βλέπεις ξανά 10 χρονών με τη σάκα στον ώμο να τρως το τοστ, που σού έβαζαν για κολατσιό. “Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε και ακόμη τοστ τρώω για πρωινό”, μονολογείς και κουνάς το κεφάλι πάνω κάτω. Κάνεις ζικ – ζακ ανάμεσα στα κάγκελα του πεζοδρομίου -το έκανες κι όταν ήσουν παιδί.

Παρακάτω, κάτι πανέμορφες αμυγδαλιές έχουν ανθίσει. Είναι και οι τρεις ρόζ. Ροζ και λαχανί: τα χρώματα, που σήμερα σε έκαναν χαρούμενο. Πόσο όμορφα μυρίζουν. Σού θυμίζουν τη γιαγιά σου. Δεν ξέρεις γιατί, αλλά μόλις αυτή η ευωδία διαπέρασε τα ρουθούνια σου, η γιαγιά σου ήταν ο πρώτος άνθρωπος, που σού ήρθε στο μυαλό. Η γιαγιά σου. Ο μόνος άνθρωπος, που πραγματικά νοιαζότανε για ‘σένα. Τι έφαγες, αν κοιμήθηκες, πού πήγες, τι έκανες. Τώρα, ποιος νοιάζεται για σένα; Δεν τολμάς να ξεστομίσεις αυτό που σκέφτηκες. Νιώθεις αχάριστος και μόνο που το σκέφτηκες. Τσουπ, έφτασες στο σπίτι. Ανοίγεις την κοινόχρηστη πόρτα και καλείς το ασανσέρ, αλλά εκείνο δεν έρχεται ποτέ. Είναι χαλασμένο. Στην είσοδο υπάρχει σχετική ανακοίνωση. Δεν την είχες καν δει. Βρίζεις και ανεβαίνεις τρεις ορόφους με τα πόδια. “Η ζωή είναι άδικη”, σκέφτεσαι. Λαχανιασμένος φτάνεις έξω από την πόρτα σου. Πού πήγαν τα κλειδιά; Πριν λίγο τα κρατούσες στο χέρι! Ανοίγεις και ξεχύνεται πάνω σου ο τετράποδος φίλος σου. Πώς γίνεται να σ’ αγαπά τόσο αυτό το σκυλί ούτε εσύ δεν το έχεις καταλάβει.

Το στομάχι σου γουργουρίζει και τα ντουλάπια είναι άδεια -δεν πρόλαβες να πας στο σούπερ μάρκετ. Ξεθάβεις κάτι φρυγανιές και ξεκινάς να μασουλάς. Ούτε που θυμάσαι από πότε τις έχεις. Δε σε νοιάζει, όμως. Ανοίγεις την tv και έχει παρά πέντε. “Έφτασε το καλοκαίρι και παίζει επαναλήψεις”, λες και ξαπλώνεις -αγκαλιά με τις φρυγανιές- στον διθέσιο καναπέ σου. Ήταν εκείνο το επεισόδιο, που πήδηξαν στην νταλίκα -το αγαπημένο σου. Τελείωσε και σένα σε πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Ξύπνησες λίγο πριν τις τέσσερις, κοίταξες γύρω σου και αναστέναξες. Ξεκίνησες κάτι σκέψεις πολύ φιλοσοφικές, όμως, νύσταζες πολύ για να τις συνεχίσεις.

“Αύριο”, είπες και γύρισες πλευρό.

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη