

Το TikTok και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μπει για τα καλά στην καθημερινότητά μας – όχι απλώς σαν συνήθεια, αλλά σαν προέκταση του εαυτού μας. Ο λόγος που κολλάμε τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα; Είναι φτιαγμένα πάνω στην ανάγκη μας για instant gratification, δηλαδή αυτή την άμεση, φευγαλέα απόλαυση που δεν περιμένει. Ο αλγόριθμός τους είναι σχεδιασμένος ακριβώς για να «πυροβολεί» σεροτονίνη στον εγκέφαλό μας με κάθε σκρόλ, κάθε swipe, κάθε loop. Μας δίνει μικρές δόσεις ικανοποίησης γρήγορα, χωρίς κανένα κόστος- πέρα από το ότι, χωρίς να το καταλάβουμε, έχουμε περάσει μια ώρα καρφωμένοι στην οθόνη.
Αποτέλεσμα; Έχουμε ξεκινήσει σταδιακά να γινόμαστε ολοένα και περισσότερο ανυπόμονοι και πιστεύουμε πως όλα στη ζωή μπορούν να γίνουν με το πάτημα ενός κουμπιού. Όλη αυτή η άμεση ικανοποίηση δίχως να χρειάζεται να περιμένουμε έχει κάνει τις νέες γενεές να θέλουν ολοένα και περισσότερα, χωρίς όμως να μπουν στη διαδικασία να πληρώσουν το τίμημα που αυτό συνεπάγεται. Από το πιο απλό παράδειγμα -που πλέον μπορούμε να παραγγείλουμε με το πάτημα ενός κουμπιού- μέχρι και το πιο σύνθετο -η δημιουργία σχέσεων που γίνεται με swipe αριστερά και δεξιά- διαφαίνεται πως οδεύουμε ως κοινωνία στον άκρατο δικαιωματισμό.
Όλο αυτό δημιουργεί μια άκρως επικίνδυνη κουλτούρα του «τα θέλω όλα εδώ και τώρα» δίχως να χρειάζεται να γνωρίζουμε πώς κι αν μπορούμε να τα αποκτήσουμε. Δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως η ευτυχία και η επίτευξη στόχων μπορούν να επιτευχθούν μόνο απλά επειδή το αξίζει κάποιος, δίχως να χρειάζεται να κάνει κάτι για αυτό, καταστρέφοντας την αυτοπεποίθηση των νέων βγαίνοντας στον πραγματικό κόσμο. Αυτό, διότι στην πραγματική ζωή η αναμονή, η καθυστέρηση στα θέλω και τα όχι σε αυτά που θέλουμε, είναι δεδομένα. Αυτό δημιουργεί μια σύγχυση στις νέες γενεές -ειδικά μετά την Gen Z- αναφορικά με το πώς μπορούν τελικά να έχουν αυτό που θέλουν.
Εισερχόμενοι στην ενήλικη ζωή, συνειδητοποιούν – και μάλιστα με τον δύσκολο τρόπο – πως για να αποκτήσεις όλα αυτά που θέλεις και επιθυμείς, δεν αρκεί το πάτημα ενός κουμπιού. Χρειάζεται να μπεις σε μια διαδικασία, να χτίσεις εσύ ο ίδιος τις προϋποθέσεις που θα σε οδηγήσουν εκεί. Στην πραγματική ζωή, οι σχέσεις, τα όνειρα και οι στόχοι απαιτούν χρόνο, υπομονή και – ναι – αρκετή ματαίωση. Σε καμία περίπτωση δεν γίνεται να έχεις, από τη μία στιγμή στην άλλη, την τέλεια δουλειά, την τέλεια σχέση ή την τέλεια ζωή – όπως ίσως σου «σερβίρεται» στο feed σου. Κάπου εκεί, ξεκινά και η πρώτη κρίση: μια εσωτερική άρνηση να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα που έχουν να διαχειριστούν. Μπαίνουν σε μια φάση όπου νιώθουν πως ακόμα μπορούν να τα έχουν όλα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Και για ένα εύλογο διάστημα, αποχωρούν με το που εμφανιστεί η πρώτη δυσκολία – ή ακόμη και πριν εμφανιστεί. Υιοθετούν μια αμυντική, σχεδόν υπεροπτική στάση, θεωρώντας ότι «αξίζουν κάτι καλύτερο» και πως για όλα όσα πάνε στραβά φταίνε οι άλλοι: οι γονείς, οι άλλοι άνθρωποι, το σύστημα – οποιοσδήποτε εκτός από τους ίδιους.
Με το πέρας της άρνησης ξεκινάει και η φάση αναγνώρισης της νέας πραγματικότητας, κατά την οποία μεγάλο ποσοστό των νέων κινδυνεύει να περάσει και από το στάδιο της κατάθλιψης. Στη φάση αυτή είναι που κατανοούν πως, για να δουλέψει κάτι, και να μπορέσουν να έχουν όλα όσα επιθυμούν, χρειάζεται προπαντός χρόνος και υπομονή. Ξεκινάνε κι αναγνωρίζουν πως τελικά, η δημιουργία της πραγματικότητας που θέλουν είναι καθαρά στο χέρι τους και θέτουν υγιή όρια εξ αρχής δίχως να παρατάνε τις σχέσεις στην πρώτη δυσκολία. Αυτό είναι το πιο κρίσιμο σημείο διότι η συνειδητοποίηση πως ο πραγματικός κόσμος είναι διαφορετικός από τον διαδικτυακό επιφέρει και μια αλλαγή νοοτροπίας. Γίνεται αντιληπτό πως για κάθε δικαίωμα υπάρχει από πίσω και μια υποχρέωση που χρειάζεται να εκπληρωθεί. Πως κανένας σε αυτόν τον κόσμο δε σου οφείλει μόνο που υπάρχεις και είναι απαραίτητο να διεκδικείς τα θέλω σου δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να τα πετύχεις.
Μόνο όσοι καταφέρνουν να περάσουν επιτυχώς αυτό το στάδιο έχουν αναπτύξει μια βαθιά αυτεπίγνωση κι έχουν χτίσει την ψυχική ανθεκτικότητα που απαιτεί η υπομονή και η ματαίωση. Είναι αυτοί που ξέρουν πως κάθε απόλαυση σε αυτή τη ζωή έρχεται με κάποιο τίμημα – τίποτα δεν είναι πραγματικά δωρεάν. Ακόμα και το αθώο σκρολάρισμα στα social, που το έχουμε βαφτίσει «δωρεάν δόση σεροτονίνης», έχει το δικό του κόστος: το μέλλον που μπορούσες να χτίσεις, αλλά το έφαγαν οι ώρες με το δάχτυλο στην οθόνη. Τέσσερις ώρες την ημέρα, κατά μέσο όρο, για να πάρεις λίγη στιγμιαία ευχαρίστηση χωρίς επιστρεφόμενη αξία. Καμία επένδυση, κανένα κέρδος.
Ίσως, τελικά, το πρόβλημα να είναι πως δεν έχουμε ακόμα καταλάβει τι πραγματικά θέλουμε για να αρχίσουμε να επενδύουμε σε αυτό. Και ίσως, μια μικρή αποτοξίνωση από τα social να ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε για να βρούμε τις απαντήσεις που ψάχνουμε.