

Όλες οι πράξεις τις οποίες κάνουμε στην καθημερινότητά μας, χωρίς καμία εξαίρεση, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: να βιώσουμε ή να αποφύγουμε ένα συναίσθημα. Καμία πράξη δε γίνεται διότι επιθυμούμε ένα αντικείμενο ή μια εμπειρία, αλλά για το πώς θα νιώσουμε όταν καταφέρουμε ή αποκτήσουμε αυτό το οποίο επιθυμούμε. Σε ένα βαθύτερο πλαίσιο, κανένας άνθρωπος δε φοβάται την αποτυχία ή τη μοναξιά· όλοι φοβούνται το συναίσθημα το οποίο θα προκληθεί από αυτές τις καταστάσεις.
Από τη στιγμή της γέννησής μας, είμαστε προγραμματισμένοι να ανταποκρινόμαστε με βάση το συναίσθημα. Το κλάμα του μωρού είναι η πρώτη μορφή επικοινωνίας των συναισθημάτων του. Οι βιολογικές του ανάγκες τού δημιουργούν άβολα συναισθήματα, τα οποία θέλει να αποφύγει, και μέσω του κλάματος επιδιώκει να μοιραστεί αυτή την πληροφορία με τους φροντιστές του. Καθώς συνεχίζουμε και μεγαλώνουμε, όλη η ζωή μας οργανώνεται με βασικό πυρήνα τα συναισθήματα.
Αντίθετα με ό,τι συχνά πιστεύεται, οι άνθρωποι δεν είναι λογικά όντα. Είναι συναισθηματικά όντα στον πυρήνα τους, που χρησιμοποιούν τη λογική για να δικαιολογήσουν τις «λάθος» και «σωστές» επιλογές τους. Αυτό έχει αποδειχτεί και από την επιστήμη της ψυχολογίας, όπου διαφαίνεται πως οι περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με το συναίσθημα παίζουν καθοριστικό ρόλο για τη λήψη αποφάσεων. Άνθρωποι με βαριές βλάβες στις συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου δεν μπορούν να πάρουν ακόμα και απλές αποφάσεις, διότι δεν μπορούν να βιώσουν το συναίσθημα που θα έχει αυτή η απόφασή τους.
Παρά τη σημαντικότητα που διαδραματίζουν στη ζωή μας τα συναισθήματα και τον πρωταρχικό ρόλο τον οποίο έχουν, η πλειοψηφία των ανθρώπων τείνει να αποφεύγει τα λεγόμενα «αρνητικά» συναισθήματα. Ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι οι οποίοι αναγνωρίζουν πως το κάθε συναίσθημα χρειάζεται να το βιώσεις και όχι να αναπτύξεις στρατηγικές αποφυγής του. Αυτή η αποφυγή συγκεκριμένων συναισθημάτων ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τις πολιτισμικές νόρμες, μιας και στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες η λογική θεωρείται ανώτερη των συναισθημάτων. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, τα άτομα τα οποία έχουν υψηλότερη λογική και δε βιώνουν συναισθήματα θεωρούνται πιο επιτυχημένα και δυνατά– κάτι το οποίο δεν ισχύει. Όσο τείνουμε να καταπιέζουμε τα συναισθήματά μας, τόσο το σώμα θα αντιδρά και θα αυξηθούν οι πιθανότητες εμφάνισης ψυχοσωματικών νόσων.
Ταυτόχρονα, όμως, με τα ψυχοσωματικά νοσήματα τα οποία προκαλούνται, επέρχεται σταδιακά και συναισθηματική απάθεια. Όταν οι άνθρωποι θέλουν να αποκλείσουν τα αρνητικά συναισθήματα, αποκλείουν ταυτόχρονα όλα τα συναισθήματα. Στην προσπάθειά τους να μην νιώθουν λύπη, φόβο και ντροπή, σταματάνε να νιώθουν και ηδονή, ελπίδα και προσμονή. Η συναισθηματική απάθεια δεν κάνει διακρίσεις στο ποια συναισθήματα μπορούμε να αποκλείσουμε από τη ζωή μας και αυτό συμβάλλει στο να μουδιάζουν στο τέλος όλα τα συναισθήματα και να μην υπάρχει δυνατότητα να εστιάζουμε και να απολαμβάνουμε το εδώ και τώρα.
Παρόλο που οι κοινωνικές και οικογενειακές νόρμες μάς έχουν διδάξει πως η επαφή με το συναίσθημα είναι μια πράξη αδυναμίας, η επιστήμη της ψυχολογίας δείχνει πως είναι μια πράξη θάρρους, μιας και το συναίσθημα καθορίζει όλη μας τη ζωή. Χρειάζεται δύναμη και ισχυρή αυτογνωσία για να παραδεχτείς πως βιώνεις θλίψη, ενοχές ή και ματαίωση. Μια δύναμη που πηγάζει από μέσα μας και συμβάλλει στην πραγματική ελευθερία που θέλουμε και αξίζουμε να βιώνουμε. Μόνο όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να βιώνει όλα τα συναισθήματα, μπορούμε να τον καταλάβουμε και να επιλέξουμε συνειδητά το τι θέλουμε να κάνουμε. Τότε είναι που σταματάμε να είμαστε έρμαιο του ασυνείδητου και ενεργούμε μέσω του αυθεντικού μας εαυτού.
Το συναίσθημα δεν είναι απλώς μια κατάσταση, αλλά μια πυξίδα που μας δείχνει πού χρειάζεται να πάμε και τι χρειάζεται να αποφύγουμε. Είναι το μέσα μας το οποίο θέλει να μιλήσει, και όταν εμείς το εγκλωβίζουμε, χάνουμε σταδιακά την ίδια μας τη φωνή. Χάνουμε κάτι από τον αυθεντικό μας εαυτό στον βωμό του να ταιριάξουμε με τα «πρέπει» των άλλων και τις κοινωνικές τους νόρμες. Στην προσπάθειά μας να είμαστε πάντα καλά – παρόλο που είναι ανέφικτο – χάνουμε κάτι ακόμα σημαντικότερο: να είμαστε παρόντες. Γιατί το να νιώθεις τα συναισθήματά σου είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να μπορείς να πεις πως είσαι ζωντανός.