Υπάρχουν οι μπαμπάδες που μας μεγάλωσαν – και μετά υπάρχουν κι εκείνοι που μας διάλεξαν. Οι κολλητοί φίλοι του πατέρα μας που έγιναν κάτι παραπάνω από «θείοι»: ήξεραν πάντα τι δώρο να μας φέρουν, μας πείραζαν σαν να ήμασταν δικά τους παιδιά, μας κάλυπταν όταν κάναμε χαζομάρες και κάποιες φορές μας έβαζαν στη θέση μας καλύτερα κι απ’ τον ίδιο τον πατέρα μας.

Aπό τότε που ήμασταν μια σταλιά, χωρίς να το καταλάβουμε, μας κοιτάζαν σαν να κοιτάνε τα δικά τους παιδιά. Δε χρειάστηκε ποτέ να μας πουν ότι είναι εδώ για εμάς, το έδειχναν, με το βλέμμα, με το χαμόγελό τους που είχε πιο πολύ βάρος από δέκα μεγάλες κουβέντες. Δεν ήμασταν υποχρέωσή τους, γιατί ήμασταν απλά κομμάτι της ζωής τους κι αυτό από μόνο του λέει τα πάντα.

Μικροί, τους βλέπαμε σαν απλούς φίλους του μπαμπά μας, τίποτα παραπάνω. Κι όμως, μαζί τους νιώθαμε πάντα ασφαλείς. Μεγαλώνοντας όμως, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε. Πως αν κάτι πάει στραβά, μπορούμε να στραφούμε σε αυτούς. Πως μας βλέπουν σαν δικά τους παιδιά, χωρίς να μας ξεχωρίζουν απ’ τα δικά τους. Και ξαφνικά μέσα μας αυτή η αίσθηση απέκτησε άλλη αξία – πιο βαθιά, πιο πολύτιμη. Γιατί το να ξέρουμε πως κάποιοι άνθρωποι, χωρίς δεσμούς αίματος, μας νοιάζονται αληθινά, χωρίς υποχρέωση, μόνο επειδή το επέλεξαν, είναι ανεκτίμητο. Κάπως έτσι, αυτοί οι παιδικοί φίλοι του μπαμπά μας έγιναν τα κρυφά μας λιμάνια. Δεν τους βλέπαμε πάντα, αλλά ξέραμε ότι είναι εκεί. Όποτε τους χρειαζόμασταν.

Με τα χρόνια, με τους ρυθμούς της ζωής και τις υποχρεώσεις να μας κυνηγούν, ίσως να μην τους βλέπουμε τόσο συχνά. Μα κάθε φορά που τους συναντάμε, νιώθουμε ότι τίποτα ουσιαστικό δεν έχει αλλάξει. Η αγκαλιά τους είναι ίδια. Η αγάπη τους, αν γίνεται, ακόμα πιο ζεστή και πιο βαθιά.

Κι όσο μεγαλώνουμε, ανακαλύπτουμε μέσα από αυτούς και άλλες πλευρές του δικού μας μπαμπά. Ακούμε ιστορίες που δε μας είχε πει ποτέ – αστεία, λάθη, τρέλες τους. Μαθαίνουμε πόσο μας καμάρωνε, πόσο ανησυχούσε για εμάς, πόσο μας αγαπούσε. Ακούμε πτυχές του χαρακτήρα του που δε γνωρίζαμε και μέσα από αυτά, τον ξανασυναντάμε κάθε φορά από μια νέα οπτική, ακόμη κι αν δεν ξέραμε ότι υπήρχε.

Κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε ότι οι κολλητοί φίλοι του μπαμπά μας δεν είναι απλώς οι φίλοι του. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι οι δεύτεροι μπαμπάδες μας. Δε χρειάζεται να δηλώσουν ποτέ τον ρόλο τους· τον νιώθουμε κάθε φορά που μας κοιτούν. Ήταν εκεί σε κάθε σημαντική οικογενειακή στιγμή – στα εύκολα και στα δύσκολα, στις χαρές και στις λύπες, με ένα χαμόγελο, μια συμβουλή, μια αγκαλιά που έκανε τον κόσμο να μοιάζει πιο ασφαλής. Δεν τους το ζητήσαμε. Δεν τους το επιβάλαμε. Ήταν εκεί επειδή το ήθελαν. Κι αυτή η θέληση είναι που κάνει όλη τη διαφορά. Τους βλέπουμε σήμερα και χαμογελάμε αλλιώς. Γιατί μεγαλώσαμε ανάμεσα σε ανθρώπους που μας νοιάστηκαν αληθινά. Που ποτέ δε μας έκαναν να νιώσουμε βάρος. Που ακόμα και τώρα, αν τους καλέσουμε, θα αφήσουν τα πάντα και θα έρθουν.

Θα είναι εκείνοι που, όταν έρθει η μέρα του γάμου μας, θα ψάχνουν κρυφά για χαρτομάντηλα – κάπου ανάμεσα στο «μ’ έπιασε η αλλεργία» και στο «πότε πέρασαν τα χρόνια». Θα απαιτήσουν, με τον δικό τους μοναδικό τρόπο, να τους φωνάζουν “παππού” τα παιδιά μας και θα τα αγαπήσουν ακριβώς όπως εμάς. Δε θα μας πουν ποτέ μεγάλες ή ανούσιες κουβέντες. Η αληθινή αγάπη, άλλωστε, φαίνεται στα σιωπηλά. Στο «είστε σαν παιδιά μας», στο αξεπέραστο «μας θυμίζετε τη μαμά σας όταν τη γνώρισα δίπλα στον πατέρα σας». Και ναι, θα μας βλέπουν πάντα όπως μας βλέπει κι ο μπαμπάς μας – με περηφάνια, αγάπη και λίγο δάκρυ στην άκρη του ματιού.

Οι κολλητοί του μπαμπά μας είναι το πιο όμορφο κομμάτι της παιδικής μας ασφάλειας, της εφηβικής μας ανασφάλειας και της ενήλικης νοσταλγίας μας. Νιώθουμε την αγάπη τους στα μικρά, τα απλά, τα καθημερινά. Ξέρουμε ότι μας προσέχουν – γιατί είμαστε το παιδί του φίλου τους. Και αυτό, για εκείνους, είναι σαν να είμαστε δικά τους παιδιά.

Συντάκτης: Μαριάννα Χατζή