Δεν έφυγε ξαφνικά. Έφευγε κάθε μέρα λίγο λίγο, κι εσύ κοίταζες αλλού.

Έβαζες άλλη μία εκκρεμότητα πάνω απ’ την αγκαλιά κι ακόμα  ένα «δεν πειράζει» πάνω από την απογοήτευσή της.

Έκλεινες τα μάτια στα μισόλογα, άφηνες τα “τίποτα” της να γλιστράνε στη σιωπή και κάποια στιγμή, όταν πια δε γύρισε πίσω, έμεινες να απορείς πότε ακριβώς έφυγε.

Μα είχε φύγει πολλές φορές πριν το τέλος, απλώς δεν ήσουν εκεί να το δεις. Ίσως δεν σου πέρασε καν από το μυαλό ότι εσύ την έδιωξες δίχως να το καταλάβεις.

Σου τα έδινε τα σημάδια αν και όχι μεγάλα και θεατρικά. Ηταν μικρά και καθημερινά. Σου έλεγε λιγότερα. Σε κοιτούσε λιγότερο. Δεν ζητούσε πια, γιατί είχε πάψει να περιμένει κι εσύ το έλεγες “ηρεμία” ή μάλλον πίστευες ότι έτσι είναι τα πράγματα με τον καιρό· γίνονται πιο ήσυχα. Δεν κατάλαβες πως η σιωπή της δεν ήταν γαλήνη, ήταν παραίτηση. Μέσα της επικρατούσε τρικυμία, χάος •σίγουρα θα πέρασε βραδιές που οι σκέψεις την βασάνιζαν τόσο που έχανε τον ύπνο της αλλά εσύ κοιμόσουν ήσυχος και επαναπαυόμενος με την σκέψη ότι «ο γάιδαρος είναι δεμένος». Δεν ήταν ποτέ η μία φορά που δεν της είπες «καληνύχτα» ή εκείνο το απόγευμα που γύρισες από τη δουλειά και δεν τη φίλησες ή η μέρα που ξέχασες την επέτειο σας. Εκεί ήσουν μα όχι ολόκληρος όπως απαιτεί ο έρωτας, και αυτό κάποια στιγμή αρχίζει να πονάει πιο πολύ απ’ την απουσία.

Την έβλεπες να χαμογελάει λιγότερο, να μη σου λέει πια τι την πείραξε ή και να έπαψαν να την πειράζουν πράγματα. Να μην αντιδρά! Και εσύ το μπέρδευες με “ωριμότητα”, με “ησυχία”, με “αγάπη που δεν χρειάζεται πολλά”.  Μα δεν ήταν τίποτα απ’ αυτά. Ήταν η απόσυρση. Ήταν το μαζεμένο βλέμμα της που ήξερε πως αν μιλήσει, δεν θα την ακούσεις ή θα πεις πως υπερβάλλει.

Κι εσύ, ίσως από φόβο, ίσως από κούραση, ίσως γιατί απλώς συνήθισες την άφηνες να μαζεύεται, να κλείνεται, να ξεμακραίνει. Ήταν μπροστά σου, μα κάθε μέρα λιγότερο δική σου και  δεν έκανες τίποτα, όχι γιατί δεν την αγαπούσες αλλά γιατί πίστευες ότι θα μείνει για πάντα. Κάποιος σου δίδαξε πώς η αγάπη μένει ακόμα κι όταν πονάει. Αλλά σου τα μάθανε λάθος!

Κι όταν τελικά έφυγε, ένιωσες να σου τραβάνε το χαλί κάτω απ’ τα πόδια. Το είπες «ξαφνικό” και «αναπάντεχο”, μα δεν ήταν καθόλου. Είχε φύγει πολλές φορές πριν. Σε κάθε στιγμή που την άφηνες να καταπιεί τον κόμπο στο λαιμό μόνη της, σε κάθε φορά που προσπερνούσες το «είμαι καλά» χωρίς να ρωτήσεις ξανά, σε κάθε βράδυ που κοιμόσασταν πλάτη με πλάτη και άλλα τόσα πολλά.

Αν σκεφτείς ψύχραιμα και λογικά θα δεις ότι την βοήθησες να φύγει λίγο λίγο. Της έδειξες ότι δεν υπάρχει πια χώρος, ότι δεν την βλέπεις πια, ότι δεν την ακούς. Ότι δεν σε νοιάζει αρκετά για να κάνεις το βήμα κοντά της κι έτσι έκανε εκείνη το βήμα μακριά. Και τώρα; Τώρα τα θυμάσαι όλα. Τώρα βλέπεις τα σημάδια με καθαρά μάτια, αλλά δεν έχει πια ποιον να κοιτάξεις, γιατί αυτό κάνει η αγάπη όταν δεν τη φροντίζεις: μαραίνεται σιωπηλά! Δεν κραυγάζει, δεν φεύγει τρέχοντας. Σβήνει ήσυχα κι όταν το καταλάβεις, έχει γίνει ήδη σιωπή.

Συντάκτης: Άννα Γιαννούλη
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη