Σκέψου να βρεις έναν άνθρωπο που να σε “πιάνει” χωρίς να χρειάζεται να του εξηγήσεις τίποτα. Που να σε κοιτάει και να καταλαβαίνει πότε κάτι μέσα σου βαραίνει, πότε έχεις κουραστεί να προσποιείσαι ότι είσαι καλά. Να έχει έναν δικό του τρόπο να σε ξεκλειδώνει, χωρίς φωνές, χωρίς πίεση, παρά μόνο με μια κουβέντα, ένα βλέμμα ή ένα χαμόγελο. Ή σκέψου αυτός ο άνθρωπος να διαβάζει τις «βρώμικες» σκέψεις σου απλά κοιτώντας σε στα μάτια — και μη μας πεις ότι εσύ δεν κάνεις «άτακτες» σκέψεις!
Φαντάσου να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, χωρίς να σε τρομάζει αυτό. Να μη φοβάσαι μήπως φανείς “πολύ”, “λίγος”, “ευαίσθητος” ή “περίεργος”. Να μη χρειάζεται να φιλτράρεις τις λέξεις σου, γιατί εκείνος ήδη ξέρει τι εννοείς, ακόμη κι όταν δε μιλάς καθαρά. Να σε αφήνει να ξεδιπλώνεσαι όπως είσαι — με τις αντιφάσεις, τα νεύρα, τα γέλια και τα κομμάτια σου που κανείς άλλος δεν άντεξε να δει. Ίσως αυτός ο ένας άνθρωπος να εντοπίζει την καλοσύνη που έχεις στην ψυχή σου, χωρίς να χρειάζεται να κάνεις κατάθεση ψυχής.
Έναν άνθρωπο που δε θα ψάχνει να σε αλλάξει. Θα σ’ έχει “διαβάσει” και θα σ’ έχει αποδεχτεί όπως είσαι. Θα ξέρει πότε χρειάζεσαι χώρο και πότε αγκαλιά. Πότε θες να σωπάσεις και πότε να μιλήσεις χωρίς να σε διακόψει. Που θα σε καταλαβαίνει πριν καν πεις “είμαι καλά” με εκείνον τον τρόπο που σημαίνει το αντίθετο. Μοιάζει ουτοπικός, αλλά σίγουρα κάποιος υπάρχει εκεί έξω που όλα αυτά θα του βγαίνουν αβίαστα και αφιλτράριστα. Κι όταν λέμε αβίαστα, εννοούμε πως αυτός ο άνθρωπος δε θα χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ — θα του βγαίνει φυσικά. Θα έχει το δικό του κλειδί για κάθε πόρτα μέσα σου και θα το χρησιμοποιεί με σεβασμό. Δεν θα μπαίνει με φόρα, αλλά θα περιμένει να του ανοίξεις. Και όταν το κάνεις, δεν θα φοβηθεί με αυτά που θα δει, γιατί θα ξέρει πως πίσω από τα δύσκολα, πίσω από τις σιωπές, υπάρχει κάτι αληθινό.
Σκέψου να μπορείς να πεις όσα σου περνούν από το μυαλό χωρίς να φοβάσαι ότι θα παρεξηγηθείς. Να μην αναγκάζεσαι να ντύσεις τις σκέψεις σου με “λογικά” επιχειρήματα. Να μιλάς όπως νιώθεις, γιατί ξέρεις ότι θα σε ακούσει — όχι για να απαντήσει, αλλά για να καταλάβει. Ίσως είναι αυτός ο άνθρωπος που θα σε αφήσει να φέρεις στην επιφάνεια και τον άλλο σου εαυτό: τον πιο τολμηρό, τον πιο εκδηλωτικό, τον πιο πρόστυχο, τον πιο ευάλωτο — γιατί όλοι μας κρύβουμε έναν δεύτερο εαυτό, κι οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε καν την ύπαρξή του!
Έναν άνθρωπο, βρε παιδί μου, που θα σε βοηθά να βλέπεις πιο καθαρά όταν εσύ μπερδεύεσαι. Που θα σου θυμίζει ποιος είσαι όταν χάνεσαι. Που θα σ’ έχει μάθει τόσο καλά, ώστε να αναγνωρίζει τα μικρά σου “σημάδια”, τη σιωπή σου, το βλέμμα σου, τον τρόπο που ανασαίνεις όταν κάτι δεν πάει καλά. Κι εκείνος δε θα χρειάζεται να σου πει “σ’ αγαπώ” κάθε μέρα για να το πιστέψεις. Θα το καταλαβαίνεις από το πώς σε κοιτάζει, από το πώς σε στηρίζει, από το πώς είναι παρών — όχι μόνο όταν όλα πάνε καλά, αλλά κυρίως όταν τίποτα δεν πάει όπως θα ήθελες.
Σπάνιο είναι αυτό και δυσεύρετο! Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να μιλούν, αλλά λίγοι ξέρουν να ακούν. Θέλουν να τους αγαπούν, αλλά δυσκολεύονται να αγαπήσουν χωρίς όρους. Θέλουν να τους καταλαβαίνουν, αλλά δεν προσπαθούν να καταλάβουν.
Κι όμως, όταν βρεις εκείνον που έχει τα “κλειδιά” σου, όλα αλλάζουν. Νιώθεις ασφάλεια, νιώθεις ότι δε χρειάζεται να παλεύεις για να αποδείξεις την αξία σου. Αυτό μοιάζει με «ξεκούραση». Μπορεί να μην τον βρεις εύκολα. Μπορεί να περάσουν άνθρωποι που θα νομίζεις πως κρατούν τα κλειδιά, αλλά τελικά θα αποδειχθεί πως απλώς δοκίμαζαν να μπουν χωρίς να ρωτήσουν. Όμως, όταν βρεις τον σωστό, θα το καταλάβεις. Όχι από λόγια ή μεγάλες κινήσεις, αλλά από την ησυχία που θα νιώσεις μέσα σου. Κι αν έχεις ήδη έναν τέτοιο άνθρωπο στη ζωή σου, κράτα τον. Μην τον θεωρείς δεδομένο. Μη νομίζεις πως τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν παντού. Είναι λίγοι — και αξίζουν χώρο, σεβασμό και αλήθεια. Γιατί αυτοί δεν κρατούν απλώς τα κλειδιά του μυαλού σου· κρατούν τον τρόπο να σε βοηθούν να βρίσκεις κάθε φορά ξανά τον εαυτό σου. Ή όποιον εαυτό σου εσύ λαχταράς.
