Τη δεκαετία του ‘90 το τηλέφωνο στο σπίτι ήταν μια μικρή τελετουργία! Ένα σταθερό στημένο σε κάποιο τραπέζι ή κρεμασμένο στον τοίχο, με εκείνο το μακρύ, στριφογυριστό καλώδιο που μπλεκόταν γύρω από τα δάχτυλα κάθε φορά που το σήκωνες. Φυσικά, δεν υπήρχε αναγνώριση κλήσης, δεν υπήρχε η ιδέα του «ποιος με παίρνει;». Το χτύπημα του τηλεφώνου είχε πάντα μια δόση αγωνίας κι ένα μικρό σασπένς παράλληλα. Μπορεί να ήταν η γιαγιά, μπορεί να ήταν ο φίλος σου, μπορεί να ήταν και… η επόμενη περιπέτεια της ημέρας. Η γραμμή δεν ήταν ποτέ “δική σου”. Σπίτι, οικογένεια, φωνές στο φόντο, πόρτες που ανοίγουν, κάποιος που πάντα παραμονεύει να ρωτήσει «ποιος είναι, παιδί μου;». Κι εσύ να γυρίζεις πλάτη για να έχεις λίγο ιδιωτικότητα, παλεύοντας να μην τεντωθεί άλλο το καλώδιο και ξεκουμπώσει απ’ το τηλέφωνο!
Ήταν τότε που οι ανθρώπινες σχέσεις έπαιρναν μια απλή μορφή και οι επαφές δεν έμεναν πίσω από τις οθόνες. Μαζευόμασταν στα σπίτια και μιλούσαμε και παίζαμε και ψάχναμε ευφάνταστες ιδέες για να διασκεδάσουμε. Μια από αυτές τις ιδέες ήταν και οι τηλεφωνικές φάρσες. Οι τηλεφωνικές φάρσες τότε δεν ήταν “περιεχόμενο”. Δεν τις έκανες για να τις ανεβάσεις κάπου ή για να μαζέψεις views. Ήταν καθαρό παιχνίδι, σχεδόν τελετουργία παρέας. Ήσουν παιδί ή έφηβος, βαριόσουν μέσα στο σπίτι, και το τηλέφωνο ήταν ο μόνος τρόπος να νιώσεις ότι μπορείς να ταράξεις λίγο τον κόσμο χωρίς να φύγεις καν από το δωμάτιό σου. Ήταν η στιγμή που ένιωθες πιο θαρραλέος απ’ όσο πραγματικά ήσουν. Έπαιρνες μια βαθιά ανάσα, σήκωνες το ακουστικό και “έμπαινες σε ρόλο”. Ένας ρόλος που άλλαζε από φάρσα σε φάρσα: υπάλληλος, γκρινιάρης γείτονας, κάποιος που ψάχνει το κατοικίδιό του, κάποιος που δήθεν τηλεφωνεί λάθος, κι όλα αυτά με μια πιτσιρικίστικη αυτοπεποίθηση που κατέρρεε την ίδια στιγμή που άκουγες τον άλλον να απαντάει.
Η παρέα γύρω σου, στριμωγμένη στο δωμάτιο, να προσπαθεί να μη γελάσει. Χέρια να σε σκουντάνε, γκριμάτσες να σε σαμποτάρουν επίτηδες, κι εσύ με το ακουστικό κολλημένο στο αυτί, έτοιμος να σκάσεις από νευρικό γέλιο. Το καλώδιο να περνάει πάνω από πόδια, καρέκλες, μαξιλάρια. Μια ολόκληρη μικρή σκηνή που έστηνες μόνο και μόνο για λίγα δευτερόλεπτα χαζοχαράς. Ήταν ο πιο “ανώδυνος” τρόπος να κάνεις αταξία. Δεν πλήγωνες κανέναν, δεν εξέθετες κανέναν. Ήταν το είδος της πλάκας που γεννιόταν και πέθαινε την ίδια στιγμή. Μαθαίναμε να αυτοσχεδιάζουμε, να κρατάμε το γέλιο, να φτιάχνουμε ιστορίες στο λεπτό. Κι όταν το τηλέφωνο έκλεινε, μέναμε όλοι με εκείνο το αίσθημα ότι κάναμε κάτι “μεγάλο”, ενώ στην πραγματικότητα ήταν το πιο αθώο ξεσάλωμα-«αλητεία» της παιδικής ηλικίας.
Τα κλασικά “σενάρια” ήταν σχεδόν τελετουργικά. Η φωνή σου άλλαζε ρυθμό και χροιά, προσπαθούσες να ακουστείς πιο μεγάλος, πιο σοβαρός, πιο “επαγγελματίας”. Και μετά έριχνες την ατάκα! Κάθε φάρσα είχε το δικό της ρυθμό. Το πρώτο “εεε… καλησπέρα σας” πάντα έβγαινε ψεύτικο, έτοιμο να τιναχτεί στον αέρα. Όταν ο άλλος έμπαινε στο παιχνίδι, χωρίς να το ξέρει, αποκτούσες τρελή αυτοπεποίθηση, λες και ήσουν ηθοποιός σε μια μυστική αποστολή. Αυτές οι ατάκες ήταν το soundtrack μιας εποχής που δεν είχε scripts και social media. Ήταν αυτοσχεδιασμός, νεύρο, και δυο λεπτά χαζομάρας που έδεναν την παρέα και μας χάριζαν γέλιο μέχρι δακρύων! Είναι η ανάμνηση που έχουμε σήμερα και, θυμώντας την, χαζογελάμε μόνοι!
Εκείνη η φάρσα δεν κατέληγε σε bullying ή στον προβολέα του internet. Ήταν κάτι σύντομο, αυθόρμητο, που έσβηνε στην ίδια τη στιγμή.
Πες ότι υπήρχε αθωότητα, γιατί οι άνθρωποι ήταν πιο ανεκτικοί, η καθημερινότητα πιο απλή και όλοι κάπως ήξεραν ότι «παιδιά είναι».
«Θυμάμαι να κρατάω το τηλέφωνο με τα δυο χέρια, να δαγκώνω τα χείλη μου για να μην γελάσω και να κάνω νόημα στους φίλους μου να σωπάσουν. Μόλις το έκλεινα, πέφταμε όλοι κάτω από τα γέλια».
Σήμερα, δεν νοσταλγούμε τη φάρσα αυτή καθαυτή· νοσταλγούμε την εποχή που την έκανε δυνατόν να υπάρξει και φανερώνει τι πραγματικά χάθηκε. Δεν ήταν τελικά απλά μια χαζομάρα των παιδιών που ήμασταν τότε, αλλά καθρεφτίζει έναν πιο ανάλαφρο τρόπο ζωής που είχαμε την τύχη να γευτούμε. Τότε όλα κυλούσαν πιο αργά. Κανείς δεν περίμενε να απαντήσεις μέσα σε δευτερόλεπτα, κανείς δεν έπαιρνε προσωπικά μια πλάκα λίγων δευτερολέπτων. Οι άνθρωποι μιλούσαν μεταξύ τους χωρίς φίλτρα, χωρίς άγχος, χωρίς φόβο ότι κάτι θα γίνει viral ή θα χρησιμοποιηθεί εναντίον τους.
Οι τηλεφωνικές φάρσες ήταν ένα μικρό κομμάτι μιας ολόκληρης εποχής όπου η καθημερινότητα είχε χώρο για παιχνίδι, για αθωότητα, για ανθρώπινη επαφή χωρίς οθόνες στη μέση.
Μας θυμίζουν πως κάποτε γελούσαμε πιο εύκολα, πιο αυθόρμητα και ζούσαμε πιο αληθινά. Και ίσως, μέσα σε αυτό το μικρό, να κρύβεται όλη η νοσταλγία των 90s.
