Υπάρχουν σχέσεις που τις ζεις στο φως της μέρας. Εκείνες που βλέπεις τον άλλον με την τσίχλα στο στόμα, με τον καφέ στο χέρι, με το άγχος της δουλειάς, με την καθημερινότητα να ξεχειλίζει από τα μανίκια. Και υπάρχουν κι εκείνες οι άλλες. Οι κρυφές, οι νυχτερινές, οι ώρες που το ρολόι δείχνει αργά και η λογική έχει πάει για ύπνο.
Έτσι κάπως κι εγώ, αυτή τη σχέση την είχα μόνο τα βράδια. Όταν όλα ήταν πιο ήσυχα, όταν ο κόσμος δε μας ζητούσε τίποτα, όταν δε χρειαζόταν να εξηγήσουμε ούτε ποιοι είμαστε ούτε γιατί είμαστε μαζί. Εκεί, ανάμεσα σε μισοσβησμένα φώτα και κουβέντες που ακούγονταν πιο αληθινές επειδή δεν τις σκέπαζε ο θόρυβος της μέρας, έβρισκα έναν άνθρωπο που με ήξερε καλύτερα από όλους.
Δεν ήξερε τι καφέ πίνω, ούτε σε ποια σειρά έχω κολλήσει στο Netflix. Δεν ήξερε πώς γίνομαι το πρωί όταν μου χύνεται το foundation στο πουκάμισο ή όταν τρέχω για να προλάβω το μετρό. Αλλά ήξερε πότε σπάω. Πότε χαμογελάω αληθινά. Πότε σφίγγω τα χείλη μου για να μη βγουν λέξεις που δε θέλω να πω. Και κάπως έτσι αναρωτιέμαι: είναι πιο σημαντικό να ξέρει κανείς τα μικρά trivia της μέρας μας ή να έχει πρόσβαση στα πιο σκοτεινά, τσαλακωμένα κομμάτια μας;
Οι σχέσεις της νύχτας έχουν κάτι το απαγορευμένο, το λίγο ένοχο, το λίγο παραπάνω μαγικό. Σαν να ξέρεις ότι δε θα κρατήσουν για πάντα, κι αυτό ακριβώς τους δίνει τη δύναμή τους. Δεν είναι εκεί για να φτιάξουν πρόγραμμα διακοπών, ούτε για να σε ρωτήσουν πότε θα γνωρίσουν τους γονείς σου. Είναι εκεί για να σου θυμίσουν ότι είσαι άνθρωπος με ανάγκες, με επιθυμίες, με ευαισθησίες.
Ίσως τελικά οι άνθρωποι που σε ξέρουν καλύτερα δεν είναι αυτοί που ζουν δίπλα σου καθημερινά. Ίσως είναι αυτοί που σε βλέπουν μόνο σε ώρες που δεν παίζεις ρόλους. Όταν τα μαλλιά είναι αχτένιστα, οι σκέψεις ακατέργαστες και η καρδιά λίγο πιο εκτεθειμένη.
Φυσικά, η μέρα πάντα έρχεται. Και με αυτήν έρχονται οι ερωτήσεις: «Τι είμαστε; Πού πάμε; Τι θα γίνει;» Κι εκεί αρχίζει η δυσκολία. Γιατί αυτό που ήταν απλό το βράδυ, το πρωί μοιάζει περίπλοκο. Αυτό που φαινόταν οικείο στο σκοτάδι, κάτω από το φως του ήλιου μοιάζει ξένο. Και τότε, πρέπει να αποφασίσεις: θα κρατήσεις αυτή τη νυχτερινή εκδοχή μιας σχέσης για όσο πάει ή θα την αφήσεις να ξεθωριάσει με το πρώτο ξημέρωμα;
Κάποιοι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για το πρωί. Κι άλλοι, για πάντα, για τη νύχτα. Κι έτσι δεν μπορώ να μη σκεφτώ: μήπως τελικά αυτοί που σε ξέρουν καλύτερα δεν είναι εκείνοι που βλέπεις κάθε μέρα, αλλά αυτοί που σε βρίσκουν μόνο όταν πέφτει το σκοτάδι;
