Ερχόμαστε στη ζωή αυτού του κόσμου «άγραφοι χάρτες», όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε. Μεγαλώνουμε και στην πορεία είτε μας πλάθουν είτε εμείς οι ίδιοι πλάθουμε τα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Συνήθως πρόκειται για συνδυασμό αυτών των δύο και κυρίως αφορά εκείνους, τους λεγόμενους τολμηρούς της ζωής, οι οποίοι βούτηξαν στον ωκεανό των εμπειριών και «σμίλευσαν» με κάθε λεπτομέρεια τη δική τους προσωπικότητα με βάση τις δικές τους επιλογές, τα δικά τους ρίσκα, τα ολόδικά τους «ναι ή όχι». Δεν επιλέξαμε εμείς την οικογένεια, την κοινωνία, ή ακόμα και την εποχή στην οποία ζούμε. Μάλλον κάποιος άλλος τα καθορίζει αυτά και μετά μας αφήνει ελεύθερους και υπεύθυνους ταυτόχρονα να διαμορφώσουμε τον τρόπο ζωής μας.

Σίγουρα την πρώτη οικογένεια μέσα στην οποία μεγαλώνουμε δεν την έχουμε επιλέξει εμείς. Και αρκετές φορές, κυρίως ως παιδιά, αναγκαζόμαστε να υπομένουμε αυτό το «είμαι γονιός σου και ξέρω καλύτερα από εσένα το καλό σου». Τι συμβαίνει όμως ύστερα, όταν μεγαλώνουμε και είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε εμείς τον/την σύντροφό μας; Γιατί σίγουρα πάει κάτι λάθος και εκεί. Μένουμε και υπομένουμε καταστάσεις και σχέσεις σαν να είμαστε δέσμιοι σε αυτές ενώ έχουμε την απόλυτη ελευθερία να φύγουμε. Ή ακόμα βρισκόμαστε σε καταστάσεις μέτριες ή χλιαρές ενώ στην πραγματικότητα έχουμε φανταστεί τη ζωή μας διαφορετικά ή με κάποιο άλλο πρόσωπο. Και αυτό το πρόσωπο αντίστοιχα βιώνει μια ανάλογη κατάσταση με ένα άλλο πρόσωπο που δεν επιθυμεί, που δεν το έχει ερωτευτεί. Απλώς συμβιώνει με ασφάλεια.

Αυτή η ασφάλεια που στο βωμό της έχουν καεί οι πιο δυνατοί έρωτες, μήπως τελικά είναι αποτέλεσμα της ανασφάλειας και του φόβου μας να γνωρίζουμε ανθρώπους που μπορεί να μας εκμαιεύσουν συνταρακτικά συναισθήματα; Άρα τελικά μήπως φοβόμαστε το ίδιο το συναίσθημα και άρα την  ανθρώπινη φύση μας; Γιατί αυτό είμαστε εμείς οι άνθρωποι: θα πληγώσουμε και θα πληγωθούμε, θα πονέσουμε και θα γελάσουμε, θα φτιάξουμε σχέσεις και θα τις διαλύσουμε. Είμαστε ένα παζλ αρνητικών και θετικών στοιχείων που στην πορεία της ζωής μας έχουμε ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους να αντιλαμβανόμαστε κι έπειτα να βελτιώνουμε τις αρνητικές μας πλευρές. Το «έτσι είμαι εγώ και δεν μπορώ κι ούτε και θέλω να αλλάξω» έχει γίνει το μότο της ζωής μας, λες και μεγαλώσαμε ακούγοντας ολημερίς-ολονυχτίς το τραγούδι της Ηρούς.  Και ενώ εμείς οι ίδιοι δεν αντέχουμε αυτή τη μη εξέλιξη, ας πούμε τον βαλτωμένο χαρακτήρα μας, ο άλλος μπορεί να έχει αποδειχτεί αυτά τα στοιχεία μας ή να τα παραβλέπει, επειδή το μόνο που θέλει είναι να βρίσκεται δίπλα μας. Αναρωτιόμαστε πως ο άλλος μπορεί να στέκεται με τόση υπομονή και καρτερία δίπλα μας, ενώ εμείς τρέχουμε να γλιτώσουμε από τον  ίδιο μας τον εαυτό; Έτσι μένουμε σε μια δεδομένη σχέση από την οποία δεν έχουμε να περιμένουμε κάτι που θα μπορούσε να μας εκπλήξει.

Δυο άνθρωποι λοιπόν, που θα μπορούσαν να ζήσουν δυνατά μαζί, κινούνται παράλληλα αλλά χωριστά και με άλλους συντρόφους, απολύτως εξοικειωμένοι με την ιδέα πως ένα δυνατό συναίσθημα δε διαρκεί και θα ξεφουσκώσει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, γι αυτό «ας μείνω εδώ που βρίσκομαι, στη σιγουριά μου, στη μετριότητά μου». Γιατί όμως τα δυνατά συναισθήματα και οι αντίστοιχες στιγμές να μην μπορούν να κρατήσουν; Μήπως γιατί εμείς οι ίδιοι τα αφήνουμε να γίνονται αδύναμα και να χάνουν τη βαρύτητα, το κύρος, την αίγλη τους; Μόνο εμείς οι ίδιοι είμαστε υπεύθυνοι να διατηρούμε ζωντανές τις στιγμές, της μνήμες, τη γεύση και τη μυρωδιά ενός φιλιού. Αν πατήσεις τον διακόπτη τότε η λάμψη και το φως από τη λάμπα θα χαθούν αμέσως και θα υπερισχύσει το σκοτάδι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Έτσι συμβαίνει και με τις σχέσεις. Αρχίζουμε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας και δεν εκφραζόμαστε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κλείνουμε το γενικό, για να μη γίνει βραχυκύκλωμα.

Και αυτές οι ιστορίες δεν έχουν happy end. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ερωτεύτηκαν κάπου κάποτε πολύ, κατέληξαν με άλλους συντρόφους. Όχι γιατί φοβήθηκαν να νιώσουν δυνατά αλλά γιατί δείλιασαν να διατηρήσουν αυτή τη φλόγα μέσα τους. Δεν πίστεψαν πραγματικά στον εαυτό τους ότι αυτοί θα αποτελέσουν την εξαίρεση ενός μεγάλου έρωτα που θα έχει διάρκεια.

Λίγο παραπάνω λοιπόν να πιστέψουμε στον εαυτό μας, στο συναίσθημα και στην διάρκεια και τότε η πόλη, το νησί, το χωριό θα γεμίσει από ανεπανάληπτους έρωτες που θα αντέχουν στον χρόνο!

Συντάκτης: Άλκηστις Μαχαίρα
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη