Τρυφερότητα… Μια λέξη τόσο ηχητικά και συναισθηματικά δυνατή, «ολόσωστα» δομημένη καθώς εναλλάσσει τόσο ομοιόμορφα το σύμφωνο με το φωνήεν και το φωνήεν με το σύμφωνο. Αν είχε πολλά σύμφωνα στη σειρά θα ήταν ακουστικά μια «βαριά» λέξη, ενώ αν είχε πολλά φωνήεντα στη σειρά θα δημιουργούνταν χασμωδία. Όπως ακριβώς λοιπόν εναλλάσσονται τα γράμματα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο εναλλάσσονται και όλα τα συναισθήματα και οι πράξεις που χαρακτηρίζουν έναν τρυφερό άνθρωπο. Αγάπη, νοιάξιμο, φροντίδα, δέσιμο, πράξεις, έρωτας.

Πού πήγαν όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι με τις τρυφερές ψυχές που φωτοβολούν από αγνότητα και δυνατά συναισθήματα; Γιατί οι καρδιές των ανθρώπων «σφίγγουν» τους δυνατούς χτύπους και τα βαθιά τους συναισθήματα, όπως τα δάχτυλα των χεριών τους; Μήπως γιατί μεγαλώνουμε με φράσεις, όπως «μην κλαις σαν μικρό παιδί», «μόνο τα κορίτσια κλαίνε», «μην είσαι τόσο τρυφερός και αφελής», «μόνο οι σκληροί επιβιώνουν σε αυτόν τον κόσμο».

Και μεγαλώνουμε έχοντας εμποτιστεί από αυτές τις ιδέες και τις αντιλήψεις και δυσκολευόμαστε να δείξουμε αλλά και να δεχτούμε τρυφερότητα από άλλους, γιατί θεωρούμε πως οι άνθρωποι αυτοί είναι αδύναμοι και έξω από τα δικά μας νερά. Δεν κλαίμε γιατί το κλάμα δείχνει αδυναμία, στρέφουμε προς άλλη κατεύθυνση το κεφάλι μας για να μη μας δει ο άλλος να βουρκώνουμε, αλλά κοιτάμε κατάματα τον άλλον για να δείξουμε τη σκληρότητά μας και απαιτούμε να μας κοιτάζει όταν υψώνουμε τον τόνο της φωνή μας. Πόσο παράξενα πλάσματα είμαστε εμείς οι άνθρωποι.

Και φυσικά, υπάρχει και εκείνη η κατηγορία των ανθρώπων που επιθυμεί να εισπράττει συνέχεια πράξεις αγάπης και τρυφερότητας, χωρίς όμως να προσφέρει τα ανάλογα. Λες και οι σχέσεις των ανθρώπων είναι μονόπλευρες, λες και είναι μια τράπεζα που κόβει στον πελάτη ασύστολα χρήμα. Και δε σκεφτόμαστε ότι κάποια στιγμή η τράπεζα θα ζητήσει τα χρήματά της πίσω και μάλιστα με τόκο. Έτσι κι ο άνθρωπος που προσφέρει κομμάτι της καρδιάς του, κάποια στιγμή θα ζητήσει να «εισπράξει» ένα κομμάτι αγάπης και τρυφερότητας για να γεμίσει το κενό της ψυχής του από όλα αυτά που έχει δώσει. Αυτά τα λάθη όμως, κάνουμε εμείς οι άνθρωποι και στις ανθρώπινες σχέσεις αλλά και στις τραπεζικές και ύστερα βρισκόμαστε χρεωμένοι μέχρι το μεδούλι. Παίρνουμε, εισπράττουμε, σπαταλάμε ασύστολα τα συναισθήματα των άλλων και δε μοιραζόμαστε, δεν ανοίγουμε τις καρδιές μας, αλλά χαιρόμαστε που είμαστε οι σκληροί της σχέσης και που κρατάμε γερά τα ηνία. Γιατί μόνο οι σκληροί επιβιώνουν, αυτοί που δεν εκφράζονται, δεν κλαίνε, δε γελάνε, δε μοιράζονται.

Ακόμα, όμως, ανθίζουν τρυφερές ψυχές που συναντούν αντίστοιχες και διαπλέκουν σκέψεις, στιγμές, μυρωδιές, συναισθήματα και δε φοβούνται μήπως είναι ή μήπως γίνουν μαλθακοί. Αλλά αντιθέτως νιώθουν πιο δυνατοί από ότι πριν, βλέπουν να ψηλώνουν και να ανθίζουν. Και δεν μπορούν να κρύψουν αυτή την ορμή τρυφερότητας που πηγάζει τόσο αυθόρμητα από μέσα τους, γιατί έτσι έχουν μάθει. Να αποκαλύπτουν τις πτυχές του εαυτού τους, να νοιάζονται, να ενδιαφέρονται, να ρωτούν πως πήγε η μέρα του άλλου κι αν πρόλαβε να φάει, γιατί ακούγεται προβληματισμένος ή στεναχωρημένος. Και προσπαθούν να φτιάξουν το κέφι του άλλου και να διώξουν τα μαύρα σύννεφα της μέρας τους, φέρνοντας τη λιακάδα με μια απλή αλλά τρυφερή κουβέντα «μη σκας, είμαι εγώ εδώ». Πόση ανακούφιση μπορεί να προσφέρουν οι κουβέντες ενός τρυφερού ανθρώπου και να καθαρίσουν ένα σκοτισμένο μυαλό γεμάτο προβληματισμούς κι έγνοιες.

Ας φανταστούμε έναν κόσμο γεμάτο από ανθρώπους που νοιάζονται ο ένας για τον άλλον, που δε φοβούνται να νιώσουν, να καρδιοχτυπήσουν, να δείξουν την πιο τρυφερή πλευρά του εαυτού τους, γιατί μόνο αυτή έχουν καλλιεργήσει από μικρά παιδιά. Κι ας φανταστούμε κι έναν κόσμο γεμάτο από σκληρούς ανθρώπους, που αδιαφορούν, κρύβουν στα έγκατα της ψυχής τους όλα αυτά που αισθάνονται, που πνίγονται όταν έρχεται εκείνη η στιγμή που θέλουν να εκφραστούν σε έναν άνθρωπο, αλλά δεν το κάνουν γιατί δεν ξέρουν τον τρόπο και ασθμαίνουν όταν έρχεται εκείνη η στιγμή της έκφρασης, που πιστεύουν ότι κάθε πράξη ενδιαφέροντος είναι αδυναμία και μαλθακότητα. Σε ποιον από τους δυο κόσμους ζούμε, άραγε; Ή σε ποιον από τους δυο κόσμους επιλέγουμε εμείς οι ίδιοι να ζούμε;

Φτάνει μόνο να σκεφτούμε το τρυφερό δέρμα ενός μωρού. Μα όλοι έτσι γεννιόμαστε, τόσο απαλοί και τόσο ανάλαφροι. Γιατί λοιπόν να θέλουμε να απαρνηθούμε την ίδια μας τη φύση όταν εκείνη γνωρίζει καλύτερα από εμάς; Ήρθε ο καιρός λοιπόν, να ψάξουμε όλοι κάτω από την τραχιά και σκληρή επιδερμίδα μας και σίγουρα κάπου θα κρύβεται το απαλό και τρυφερό δέρμα εκείνου του μωρού που υπήρξαμε κάποτε!

Συντάκτης: Άλκηστις Μαχαίρα