Πόσες προκαταλήψεις, πόσα στερεότυπα για τη θέση ανδρών και γυναικών μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία μάς ακολουθούν, μας μεγαλώνουν και μας επηρεάζουν ενδεχομένως ως προσωπικότητες, αν δεν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από αυτά. Λειτουργούν σαν βαρίδια που αλυσοδένονται στα πόδια μας και εμείς τα σέρνουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, χωρίς να βρίσκουμε τη δύναμη να τα σπάσουμε, είτε ανήκουμε στην κατηγορία των γυναικών είτε των ανδρών. Βολευόμαστε στο «έτσι μάθαμε», «έτσι τα πήραμε από την κοινωνία» μας και δε γινόμαστε εμείς οι ίδιοι η αλλαγή που θέλουμε σε αυτόν τον κόσμο.

Διαρκώς εναλλάσσονται φράσεις όπως: σεξισμός, πατριαρχική οικογένεια, γυναικεία χειραφέτηση, οικογενειακοί ρόλοι, ισοτιμία των φύλων, κοινωνικός ρατσισμός. Και φυσικά, ενώ από τη μια πλευρά ο ρόλος της γυναίκας είναι ενεργός στην πολιτική, την εργασία, την ανεξαρτησία, γίνεται ακόμα λόγος για το κατά πόσο η γυναίκα μπορεί να είναι ισότιμη με τον άνδρα, κατά πόσο έχει τη δυνατότητα να ανέλθει σε υψηλότερες θέσεις και να καταξιωθεί επαγγελματικά. Είναι ικανή να τα συνδυάσει όλα — οικογένεια, σπίτι και εργασία; «Ανόητοι» προβληματισμοί που φυσικά περιβάλλουν σθεναρά κι επίμονα τη γυναίκα και όχι τον άνδρα.

Τα καλούπια φτιάχτηκαν για να σπάνε και να φτιάχνουμε άλλα πιο ανθεκτικά. Αλλά εμείς προτιμάμε να διατηρούμε το καλούπι της ευαίσθητης γυναίκας που πρέπει να είναι γλυκιά, χαμογελαστή και τρυφερή, αλλιώς θα χαρακτηριστεί ως ξινή κι απρόσιτη, ενώ ο άνδρας οφείλει να είναι επιβλητικός και όχι ευαίσθητος, γιατί αλλιώς θα θεωρηθεί αδύναμος και μαλθακός. Ρόλοι και ταμπέλες που, αντί να υποδυόμαστε κάθε φορά διαφορετικούς ανάλογα με τις ανάγκες μας, εμείς γυρίζουμε ξανά και ξανά το ίδιο έργο, με τους ίδιους ρόλους και το ίδιο σκηνικό.

Έρχεται λοιπόν εκείνη η στιγμή που η γυναίκα καταλαμβάνει μια υψηλή θέση στον επαγγελματικό τομέα, που ενδεχομένως να είναι και πιο υψηλή από εκείνη του άνδρα. Αμείβεται με έναν ικανοποιητικό έως και υψηλό μισθό και συνεισφέρει εξίσου στην οικογένεια, όπως και ο άνδρας. Είναι γεγονός πως αυτό πολλές φορές μπορεί να είναι το σημείο όπου η σχέση υφίσταται ένα δυνατό ταρακούνημα, που ενδεχομένως να προκαλέσει ρήξη. Και πώς είναι δυνατόν να μην επέλθει σοβαρή ρήξη, αφού οι πατριαρχικές παραδόσεις των κοινωνιών μεταφέρονται σιωπηρά από γενιά σε γενιά και εσωτερικεύονται ασυνείδητα στον άνθρωπο.

Όταν λοιπόν έχει χαραχτεί τόσο βαθιά στο μυαλό του άνδρα ότι πρέπει να είναι αυτός που θα βγάζει τα περισσότερα χρήματα και θα είναι πιο πετυχημένος, αυτομάτως, όταν συμβαίνει το αντίθετο, «καταρρέει» ό,τι είχε μάθει τόσα χρόνια και νιώθει πιθανόν λίγος. Αντίστοιχα, η γυναίκα μέσα σε μια τέτοια κατάσταση μπορεί να αισθάνεται ότι δεν έχει τη δυνατότητα να τα συνδυάσει όλα, γιατί έχει μάθει ότι ο βασικότερος ρόλος της είναι να φροντίζει την οικογένεια και το σπίτι της και λιγότερο τον εαυτό της, με αποτέλεσμα να νιώθει τύψεις και αντίστοιχα ανεπαρκής για τους δικούς της ανθρώπους.

Επίσης, μπορεί να ξεπερνάει και τις λεπτές γραμμές, καθώς κυνηγώντας το δικαίωμα της ισότητας, βλέπει τον άνδρα σαν αντίπαλο που πρέπει να τον ξεπεράσει, για να αποδείξει ότι μπορεί να καταφέρει τα πάντα. Μα από τη στιγμή που είναι πλασμένη να φέρνει στον κόσμο ένα θαύμα της φύσης, από εκεί και πέρα μπορεί όντως να βρει τη δύναμη και να καταφέρει τα πάντα.

Όμως όλα αυτά ξεχνιούνται και από τις δυο πλευρές μέσα στο παιχνίδι ρόλων, στο δικαίωμα της ισότητας, στις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. Ο άνδρας προσπαθεί να διατηρήσει τη θέση και την εικόνα ενός εργατικού και δυναμικού, που επιδιώκει πρώτα την επαγγελματική και οικονομική καταξίωση και ύστερα τον ρόλο του οικογενειάρχη. Και από την άλλη, η γυναίκα «πρέπει» πάντα να συνδυάζει την ομορφιά και την ωραία εξωτερική εμφάνιση με τη σεμνότητα και την «ηθική». Είναι εκείνη που, μέσα στην προσπάθειά της για ίσα δικαιώματα, βλέπει ανταγωνιστικά τον άνδρα και όχι σύμμαχό της στο παιχνίδι της ζωής. Σαν να είναι ένας αγώνας δρόμου, όπου κάποιος πρέπει να αφήσει αρκετά χιλιόμετρα πιο πίσω τον άλλον.

Η ζωή λοιπόν θα μπορούσε να παρομοιαστεί με αγώνα δρόμου, επειδή όλοι μας τρέχουμε και επιδιώκουμε το καλύτερο για τον εαυτό μας και κατ’ επέκταση για τους δικούς μας ανθρώπους. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα είναι φυσικό κι επόμενο κάποιες φορές να μένει πίσω ο ένας. Γιατί λοιπόν να μην εστιάσουμε στην οπτική πως αυτός που μένει «πίσω» είναι σε πλεονεκτική θέση, καθώς μπορεί να προσέχει και τον μπροστινό του — μέχρι να βρεθεί και πάλι ο ένας δίπλα στον άλλον;

Συντάκτης: Άλκηστις Μαχαίρα