

Είναι ευρέως γνωστό ότι το να μεγαλώνει κανείς παιδιά ορίζεται ως εξαιρετικά δύσκολο. Χρειάζεται σκληρή δουλειά, πρώτα με τον ίδιο μας τον εαυτό και έπειτα με τα παιδιά μας. Τι γίνεται όμως, όταν ένας νάρκισσος αποκτά και αναθρέφει παιδιά; Θα σας πω εγώ! Τα πράγματα είναι τρομακτικά δύσκολα για αυτά. Η περίπτωση γονέα που έχει ναρκισσιστική διαταραχή της προσωπικότητας (NPD) περιγράφεται ως επιβλαβής για εκείνα. Η ναρκισσιστική ανατροφή μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία ενός παιδιού και, κατά συνέπεια, ενός ενήλικα. Παρακάτω θα δούμε μερικά από τα ψέματα που μαθαίνουν τα παιδιά που μεγαλώνουν με ναρκισσιστές γονείς.
Πρώτα από όλα, το παιδί ζει με την πεποίθηση ότι ποτέ δε θα είναι αρκετά καλό για τίποτα. Ένας ενήλικας με ξεκάθαρη επιθυμία να κυριαρχεί, να ταπεινώνει, να υποβιβάζει και να εκφοβίζει σίγουρα κάνει τον αντίπαλό του να νιώθει άχρηστος — ναι, ακόμη κι αν αυτός είναι το ίδιο του το παιδί. Άλλωστε, οι νάρκισσοι δεν έχουν κανένα ίχνος ενσυναίσθησης. Διδάσκεται επίσης ότι οφείλει να είναι τέλειο και αψεγάδιαστο μπροστά στις απαιτήσεις των γονιών του, καθώς και ότι η τελειότητα είναι απαραίτητη ώστε να αξίζει κανείς την αγάπη. Το συμπέρασμα; Η αγάπη κερδίζεται, υπάρχει μόνο υπό όρους και μάλιστα εξαρτάται από το ιδανικό που κανένας δεν μπορεί να επιτύχει — την τελειότητα. Βέβαια, αυτό είναι κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα σε καμία περίπτωση.
Και μιας και αναφερθήκαμε στην αγάπη, για αυτούς η αγάπη σημαίνει ανταγωνισμός. Σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο Δρ. Κόρτνεϊ Γουόρεν, οι ναρκισσιστές γονείς κυριεύονται από έντονη ζήλεια όταν τα παιδιά τους πλησιάζουν άλλους ανθρώπους, και συχνά παρατηρείται ότι καταβάλλουν υπέρμετρες προσπάθειες να υπονομεύσουν αυτές τις σχέσεις. Ως απόρροια, τα παιδιά ενθαρρύνονται να κρύβουν τα αληθινά τους συναισθήματα, να κρατούν μυστικά και να βάζουν τις σχέσεις τους σε «κουτάκια» για να προστατευτούν.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό των νάρκισσων είναι ότι πολλές φορές απογοητεύονται από τους γύρω τους, επειδή νιώθουν ότι δεν τους θαυμάζουν όσο οι ίδιοι επιθυμούν. Μιλάμε για τρομερά εγωκεντρικά άτομα που θεωρούν ότι ο κόσμος γυρνάει γύρω από αυτούς και όλοι οφείλουν να τους θαυμάζουν και να τους εκθειάζουν. Επομένως, αυτό που αποκομίζουν τα παιδιά είναι το εσφαλμένο πόρισμα ότι οι άνθρωποι πάντα θα σε απογοητεύουν. Κατά συνέπεια, δημιουργούνται θέματα εμπιστοσύνης και σύνδεσης με άλλους ανθρώπους, καθώς οποιαδήποτε σύνδεση θεωρείται ότι μπορεί να αποβεί επικίνδυνη ή απογοητευτική.
Παράλληλα, για τους νάρκισσους γονείς δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό στον κόσμο από τους ίδιους τους εαυτούς τους. Γι’ αυτό και τα παιδιά παραμένουν στο παρασκήνιο και νιώθουν αόρατα. Συχνά οι ανάγκες και οι επιθυμίες τους αγνοούνται, σαν να μην έχουν καμία σημασία οι σκέψεις, τα συναισθήματά τους και οι εμπειρίες τους.
Ένα άλλο αρνητικό μήνυμα που φαίνεται να περνούν αυτοί οι γονείς στα παιδιά τους, σύμφωνα με τη σύμβουλο γάμου και οικογένειας Μέρι Κέι Κοκάρο, είναι ότι η αξία τους εξαρτάται από τα επιτεύγματά τους. Μετριέται από τις επιτυχημένες πράξεις τους. Το παιδί ορίζεται σημαντικό και άξιο μόνο εάν πετύχει και από το πώς φαίνεται προς τα έξω. Δεν τους αφορά το είναι, αλλά το φαίνεσθαι. Δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα, λοιπόν, στην επιφάνεια παρά στην ουσία. Έτσι, το παιδί κερδίζει το ενδιαφέρον του γονέα μόνο όταν η επιτυχία φαίνεται και μπορεί και ο ίδιος να αποκομίσει κάτι θετικό από αυτό, όπως είναι η κολακεία. Επομένως, όταν και πάλι δεν πληρείται η τελειότητα, το παιδί αισθάνεται ντροπή που δεν τα κατάφερε και οδηγείται στην αίσθηση πως δε θα καταφέρει ποτέ κάτι ουσιαστικό. Η αγάπη, άλλωστε, όπως προείπαμε, δίνεται μόνο όταν το παιδί συμμορφώνεται στις απαιτήσεις των γονιών.
Κάτι ακόμη που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι προωθείται έντονα η πεποίθηση ότι το παιδί πρέπει να επιδιώκει την τελειότητα με κάθε κόστος. Σύμφωνα με την άποψη της συμβούλου θετικής ψυχολογίας Λίζα Νιούμαν, οι νάρκισσοι γονείς είναι εκ φύσεως ανταγωνιστικοί. Παρόλο που απαιτούν την επιτυχία των παιδιών τους, δε θέλουν να είναι μεγαλύτερη από τη δική τους. Ανταγωνίζονται ακόμα και τα ίδια τα παιδιά τους, καθώς νιώθουν να απειλούνται κάθε φορά που ενδέχεται να επισκιαστούν. Αυτό ισχύει για τα πάντα: από σχολικές επιδόσεις, αθλήματα, μέχρι και φίλους, συντρόφους, εξωτερική εμφάνιση. Γι’ αυτό και ο τρόπος που επικοινωνείται όλο αυτό είναι μέσω διακριτικών ή φανερών προσβλητικών σχολίων, ώστε να αναδείξουν τους ίδιους και να μειώσουν τα παιδιά τους.
Η ψυχική φθορά που εν τέλει προκαλείται σε αυτά τα παιδιά είναι τεράστια. Δυσκολεύονται στη σύναψη σχέσεων, δε γνωρίζουν την πραγματική και ανιδιοτελή αγάπη, αισθάνονται μηδενικά όταν δεν είναι πρώτοι σε όλα και, γενικότερα, αποκτούν πολλά κόμπλεξ κατωτερότητας. Το λιγότερο που μπορούν να κάνουν αυτά τα παιδιά, εφόσον ανακαλύψουν τι γονείς έχουν, είναι η ψυχοθεραπεία και, το ιδανικότερο, να βγάλουν εντελώς αυτούς τους ανθρώπους από τη ζωή τους. Ακόμη κι αν μοιάζει ακατόρθωτο, το κάθε παιδί που έχει μεγαλώσει με αυτόν τον τρόπο μπορεί να θεραπεύσει τα τραύματά του.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη