

Στην αρχή ήταν λίγο απόμακρος ως άνθρωπος. Ίσως ντροπαλός. Ίσως κουρασμένος. Είχε τις δουλειές του, τις φάσεις του, τους δικούς του ρυθμούς. Εσύ, φυσικά, το σεβάστηκες. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, είπες. Δε χρειάζεται να είναι κάποιος υπερβολικός για να νιώσει ή να δείξει αγάπη, είπες. Κι έτσι άφησες χώρο. Και χρόνο. Και περιθώριο. Μέχρι που το περιθώριο έγινε κανόνας. Και ο χώρος έγινε κενό. Και ο χρόνος, αναμονή. Κάπως έτσι ξεκινάει το παιχνίδι. Μόνο που δεν το λες παιχνίδι όσο είσαι μέσα σ΄αυτό. Το λες «προσπάθεια». Ή «κατανόηση». Ή «έχει τα θέματά του». Ή απλώς δεν το λες. Αλλά το νιώθεις· ότι πάντα εσύ δίνεις λίγο παραπάνω.
Λες πιο συχνά «μου λείπεις». Κάνεις πρώτος τις αγκαλιές. Ψάχνεις τα μάτια του όταν γελάς. Κι αυτός απλώς είναι εκεί. Ή δεν είναι. Μπορεί να μην το φωνάζει. Δεν είναι απαραίτητα χειριστικός με τον κλασικό τρόπο. Δε σου πουλάει παραμύθια, ούτε υποσχέσεις. Δε σου λέει ότι θα κάνετε ταξίδια μαζί και μετά σε παρατάει για να πάει μόνος του. Δεν είναι αυτός που σε παραπλανεί. Είναι αυτός που σου δίνει τόσο λίγο, που αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν αξίζεις λίγο. Και κάπου εκεί γεννιέται το φαινόμενο του reverse love bombing. Αν το love bombing είναι όταν κάποιος σε πνίγει στην προσοχή, τα δώρα, τα «σε θέλω», τα «είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί», το reverse love bombing είναι το ακριβώς αντίθετο. H στρατηγική του ελάχιστου. Μια απόλυτα μελετημένη «συναισθηματική αποχή», που στόχο δεν έχει να σε κάνει να νιώσεις ασφαλής και σημαντικός, αλλά ανεπαρκής. Γιατί όταν ο άλλος δε δείχνει τίποτα, αρχίζεις να ψάχνεις τα πάντα. Ψάχνεις τα μάτια του, το σώμα του, τα λόγια του. Κάθε φορά που κάνει κάτι καλό, ένα χαμόγελο, ένα μήνυμα, μια χειρονομία στοργής, σε πιάνει απροσδόκητος ενθουσιασμός. Σαν να κέρδισες στη λοταρία. Σαν να πρέπει να το κερδίσεις ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Κάπως έτσι μπαίνεις σ’ έναν φαύλο κύκλο. Εσύ επενδύεις συναισθηματικά. Εσύ προσπαθείς. Εσύ φροντίζεις να κρατιέται ζωντανή η σχέση. Εκείνος απλώς επιπλέει. Δε σου λέει «φεύγω». Αλλά ούτε και «μένω». Σε κρατάει σε ένα ενδιάμεσο. Μια συναισθηματική αναμονή. Σε μια γραμμή που δεν έχει ήχο, ούτε σήμα. Και κάπου εκεί αρχίζεις να αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου. Μήπως είμαι πολύ ευαίσθητος; Μήπως ζητάω πολλά; Μήπως πιέζω; Μήπως εγώ φταίω που δε λαμβάνω τρυφερότητα; Που δεν ξέρει να δείχνει αγάπη; Που μου φέρεται ψυχρά;
Η αλήθεια είναι πιο ωμή. Κάποιοι δε δείχνουν αγάπη, όχι γιατί δεν ξέρουν. Αλλά γιατί ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Ξέρουν ότι όσο λιγότερο σου δίνουν, τόσο περισσότερο θα ζητάς. Ξέρουν ότι το underperforming στις εκδηλώσεις αγάπης σε κάνει να δουλεύεις για να τις κερδίσεις. Να γίνεσαι πιο υποχωρητικός/ή. Πιο υπομονετικός. Πιο ήσυχος. Και ποιος έχει τον έλεγχο σ’ αυτή τη συνθήκη; Εκείνος. Γιατί στο reverse love bombing το κενό γίνεται εργαλείο. Η αποχή γίνεται στρατηγική. Και η έλλειψη γίνεται παγίδα. Όσο λιγότερα σου δίνει, τόσο περισσότερο τον θες. Όχι γιατί είναι αυτός. Αλλά γιατί είσαι εσύ. Εσύ, που έχεις μάθει να μετράς την αξία σου από την αποδοχή. Εσύ, που πιστεύεις ότι η αγάπη πρέπει να κατακτηθεί. Ότι πρέπει να τη δουλέψεις. Να αποδείξεις πως την αξίζεις. Να γίνεις καλύτερος για να την κερδίσεις. Και, spoiler alert· δε θα την κερδίσεις ποτέ, γιατί το παιχνίδι είναι στημένο από την αρχή.
Reverse love bombing δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που δεν είναι εκδηλωτικός. Είναι ένας άνθρωπος που επιλέγει συνειδητά να μη σου δίνει τίποτα παραπάνω απ’ το απολύτως απαραίτητο, για να σε κρατάει εκεί. Να τρέχεις. Να ελπίζεις. Να αποδεικνύεις. Και το χειρότερο είναι ότι αυτή η στρατηγική συχνά παρουσιάζεται ως ωριμότητα. Σου λέει «Εγώ δε λέω λόγια, κάνω πράξεις». Ή: «Ο καθένας έχει τον τρόπο του». Ή απλά δεν λέει τίποτα κι εσύ γεμίζεις τα κενά. Του δίνεις ελαφρυντικά. Τον δικαιολογείς. Τον καταλαβαίνεις. Τον αγαπάς. Και ξεχνάς να καταλάβεις εσένα. Ξεχνάς πόσο μοναχικό είναι να αγαπάς κάποιον που σου δείχνει διαρκώς πόσο λίγο σε χρειάζεται. Ξεχνάς ότι δεν είναι δουλειά σου να κάνεις κάποιον να νιώσει. Ξεχνάς ότι δεν πρέπει να πονάς για να αποδείξεις πως αγαπάς. Ξεχνάς ότι δεν πρέπει να ζητιανεύεις προσοχή. Ποτέ. Γιατί, στο τέλος, η σχέση που χρειάζεται συνεχώς να την αποδεικνύεις, είναι μια σχέση που ήδη έχεις χάσει. Κι ας μη στο έχει πει κανείς καθαρά. Αν νιώθεις ότι δε σε βλέπει, δεν είναι τυχαίο. Αν νιώθεις ότι δίνεις τα πάντα και παίρνεις τα ελάχιστα, δεν είναι φάση.
Αν φοβάσαι να μιλήσεις μη σε πει υπερβολικό, δεν είναι ενοχή, είναι καταπίεση. Αν περιμένεις κάθε μέρα μια σταγόνα στοργής και τη δέχεσαι σαν βροχή στην έρημο, τότε όχι, δεν είναι αγάπη αυτό. Είναι εξάρτηση. Και ναι, μπορεί να αγαπάς. Αλλά αγάπη χωρίς ανταπόκριση, είναι μόνο μισή. Κι αν δε σε γεμίζει, σε στραγγίζει.
Οπότε αν αναγνωρίζεις τον εαυτό σου εδώ, μην κάνεις άλλη μία προσπάθεια. Κάνε ένα βήμα πίσω. Ρώτα τον εαυτό σου· αν δεν έτρεχα πίσω του συνέχεια, αν δεν τον διεκδικούσα, θα έκανε το ίδιο για μένα; Αν η απάντηση είναι όχι, τότε αυτός ο άνθρωπος δε θέλει εσένα. Θέλει την προσοχή σου. Την επιβεβαίωση. Την αίσθηση ότι κάποιος τον κυνηγάει. Κι εσύ είσαι απλώς η πηγή. Αλλά δε γεννήθηκες για να είσαι πηγή για κανέναν. Γεννήθηκες για να αγαπάς και να αγαπιέσαι ολόκληρος. Με ενθουσιασμό, με παρουσία, με αγκαλιές που κρατάνε. Όχι με σιωπή. Όχι με το να μαντεύεις. Γιατί η αγάπη, όταν είναι αληθινή, δε χρειάζεται μετάφραση. Η αγάπη φωνάζει, φαίνεται και κυρίως νιώθεται.