

Οι επιθυμίες μας, είναι εκείνες που μας ωθούν να δράσουμε. Καθετί που ονομάζουμε πρόοδο ξεκινάει απ’ αυτές. Όμως κάποιες παραπλανούν. «Ντύνουν» το μέλλον με υποσχέσεις που διαλύονται στην πραγμάτωση. Αφορούν την καριέρα, τις σχέσεις, την εικόνα που φανταζόμαστε για τον εαυτό μας και τις μεταχειριζόμαστε ως μέσα για να φτάσουμε κάπου καλύτερα. Ενδεχομένως να γίνουμε και πιο ολοκληρωμένοι.
Το ζήτημα του νοήματός τους δεν εδρεύει αποκλειστικά και μόνο στο περιεχόμενό τους. Κυρίως, φανερώνεται στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη θέση μας απέναντί τους. Ειδικότερα όταν τις χρησιμοποιούμε ως κατεύθυνση. Και φυσικά -ας μην παραλείπουμε- ότι δεν είναι πάντα προορισμός. Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ έχει συνοψίσει με ακρίβεια το παράδοξό τους γράφοντας πως ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να θέλει ό,τι θέλει. Ακολουθούν πέντε λάθη που κάνουμε μ’ αυτές κι αντί να μας ωφελήσουν, μας αποσυντονίζουν.
1. Τις διακρίνουμε ως τελικό προορισμό. Λες και θα λυτρωθούμε όταν τις κατακτήσουμε.
Το λάθος αρχίζει με την πεποίθηση ότι η πραγματοποίηση μιας επιθυμίας θα μας προσφέρει μόνιμη πληρότητα. Αυτή η προσκόλληση στον τελικό στόχο αγνοεί βασικά στοιχεία της ψυχολογίας μας. Η ψυχολογία έχει μια εξειδικευμένη θεωρία για το πως μας επηρεάζουν: ο ηδονιστικός διάδρομος (Hedonic treadmill). Αναφέρωι πως ό,τι κι αν κερδίσουμε, θα επιστρέψουμε στην αρχή ακόμα κι άμα μας συμβαίνουν πολύ θετικά ή πολύ αρνητικά γεγονότα. Ας πούμε ότι αγοράζουμε ένα αντικείμενο που λαχταρούσαμε ή ανεβαίνουμε επαγγελματικά ή ερωτευόμαστε. Στην αρχή νιώθουμε απερίγραπτη ικανοποίηση. Σύντομα, όμως, φθίνει και προσδοκούμε το κάτι παραπάνω απ’ αυτό που έχουμε. Σκέψου ότι βρίσκεσαι σ’ έναν διάδρομο γυμναστικής. Τρέχεις. Ιδρώνεις. Κι όμως, στέκεσαι στο ίδιο σημείο. Αυτό παράγει ο μηχανισμός. Σε ωθεί να κυνηγάς αδιάκοπα τους στόχους σου. Ενώ εκείνοι ξεμακραίνουν. Όσο κι αν τους πλησιάζεις. Η εν λόγω θεωρία αποδεικνύει ότι η ευτυχία τείνει να επιστρέφει σ’ένα σταθερό επίπεδο. Ανεξάρτητα απ’ τις αλλαγές. Το κλειδί εντοπίζεται μάλλον στο πως τοποθετούμαστε μέσα τους. Μετράει πιο πολύ το «ποιος θα γίνω» απ’το «τι θα έχω» καθώς προσπαθούμε να τις επιτύχουμε.
2.Εμπλέκουμε την αυτοεκτίμησή μας με την εκπλήρωσή τους.
Αρκετά συχνά, η αυτοεκτίμησή μας εξαρτάται απ’ το αν πετύχαμε αυτό που θέλαμε. Όταν τα καταφέρνουμε πετάμε στα σύννεφα. Όταν αποτυγχάνουμε, μας πιάνει απελπισία. Ο λόγος είναι ότι μπαίνουμε στις επιθυμίες μας ολόκληροι, χωρίς ν’ ανιχνεύουμε ότι το πρόβλημα δεν αναπαύεται μόνο στην επίτευξή τους. Το θέμα, είναι πως βλέπουμε τον εαυτό μας απ’ το πρίσμα της ουσίας τους. Εάν περιμένουμε να βρίσκουμε χαρά μόνο όταν πετύχουμε, τότε -αργά ή γρήγορα- θα βρεθούμε με μια αίσθηση ανικανοποίητου, αφού η φύση μας είναι τέτοια που πάντα ένα ονειρικό σενάριο θα μας λείπει. Η αυτοεκτίμηση γιγαντώνεται όταν ξεχωρίζουμε το ποιοι είμαστε από το τι επιτυγχάνουμε. Ο τρόπος που στεκόμαστε μπροστά στις προκλήσεις, είναι εκείνος που ορίζει.
3. Αγνοούμε το κόστος ευκαιρίας.
Η κάθε επιθυμία φέρνει μαζί της και θυσίες, χρόνο, ενέργεια και μόχθο. Τείνουμε να παραβλέπουμε το κόστος κι επικεντρωνόμαστε μόνο στον στόχο μας. Ωστόσο, η εμμονή με την ολοκλήρωσή της μας εμποδίζει να κατανοήσουμε πως η επιτυχία σ’ έναν τομέα, είναι πιθανό να ‘χει επιπτώσεις σε άλλες πτυχές της ζωής μας. Για παράδειγμα, η υπερβολική λαχτάρα για επαγγελματική ανέλιξη έχει τη δύναμη να μας απομακρύνει απ’ τους αγαπημένους μας ή να θυσιάσουμε τη σωματική και ψυχική μας υγεία. Έτσι, η ζωή μας γίνεται μονοδιάστατη και ξεχνάμε τα υπόλοιπα σημαντικά κομμάτια μας. Η λύση βρίσκεται στην αναγνώριση αυτών των συνεπειών. Δηλαδή, να ζυγίσουμε με προσοχή το αντίτιμο και το όφελος κάθε απόφασης πριν τη λάβουμε.
4. Εξαρτόμαστε απ’ τις προσδοκίες των άλλων.
Οι επιθυμίες που γεννιούνται από την ανάγκη να ικανοποιήσουμε τις προσδοκίες των άλλων οδηγούν σ’ ένα αίσθημα εσωτερικού κενού. Εάν δεν προέρχονται από το πραγματικό «τι θέλω και τι μπορώ εγώ», αλλά από πιέσεις που μας αγχώνουν, η διάρκειά τους δε θα ‘χει μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα. Επειδή, αποδεχτήκαμε μια πράξη που παραμένει σύμφωνη με το τι θεωρούν οι άλλοι πως μας ταιριάζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ατονεί η ευκαιρία της αυτοπραγμάτωσης. Αυτοπραγμάτωση, είναι η διάκριση μεταξύ αυτού που νομίζουμε ότι πρέπει να θέλουμε κι αυτού που πραγματικά θέλουμε.
5. Τις μπερδεύουμε με τις ανάγκες.
Η σύγχυση ανάμεσα στο «θέλω» και στο «χρειάζομαι» αποτελεί το μεγαλύτερο βασανιστήριο για τον νου μας. Οι ανάγκες μας βασίζονται σε θεμελιώδεις βιολογικές και ψυχολογικές αναζητήσεις. Όπως η ανάγκη για ασφάλεια, αγάπη, διαφάνεια κι αυτοεκτίμηση. Απ’την άλλη πλευρά, πολλές απ’τις επιθυμίες μας επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες. Όπως η κοινωνική σύγκριση κι η πρόσκαιρη χαρά. Εάν τις εξισώνουμε με τις ανάγκες κατασκευάζουμε μια ψευδή επιλογή αναγκαιότητας. Το κυριότερο για την ηρεμία μας, είναι η επίγνωση των βασικών αναγκών μας κι η απομάκρυνση απ’ ό,τι δεν εξυπηρετεί καμία πραγματική έλλειψη.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη