Η διαβίωσή μας είναι συνυφασμένη με τη λήθη. Ξεχνάμε για να επιβιώσουμε. Ό,τι δε χρειαζόμαστε πια σβήνει και πασχίζει να γίνει θολή ανάμνηση. Τι συμβαίνει ωστόσο όταν η συγκεκριμένη διαδικασία απουσιάζει και μπορούμε να θυμηθούμε με όλες τις λεπτομέρειες και με την ίδια συναισθηματική ένταση όλο το παρελθόν μας; Η απάντηση κρύβεται στην ευχή και την κατάρα της ακατάπαυστης μνήμης.
Θυμάμαι αρκετές καταστάσεις απ’ το παρελθόν και μάλιστα με όλες τις λεπτομέρειες. Το είχα ψάξει στη βιβλιογραφία και διάβασα πως υπάρχουν άνθρωποι με μια σπάνια νευρολογική κατάσταση που ονομάζεται «Υπερθυμησία». Βιώνουν τη διαρκή επιστροφή στο παρελθόν. Για εκείνους, το παρελθόν είναι μια αφήγηση που έρχεται αναλυτικά στο προσκήνιο. Αμέσως, σκέφτηκα πόσο τρομακτικό μπορεί να ‘ναι για έναν άνθρωπο να θυμάται τους πάντες και τα πάντα.
Με μια πρώτη ματιά, η αψεγάδιαστη μνήμη προσομοιάζει με ευλογία. Αρκεί να αναλογιστείς την πηγή γνώσης απ’ όλες τις συζητήσεις που έκανες. Τι έμαθες, τι κράτησες και τι πέταξες. Που συμφώνησες και που διαφώνησες. Η αυτογνωσία σου θα ‘χε πρωτόγνωρο εύρος. Κανένα λάθος δε θα επαναλαμβανόταν.
Η εμπειρία θα ‘ταν πάντα παρούσα για να καθοδηγήσει τις αποφάσεις σου. Ο πλούτος των βιωμάτων σου θα παρέμενε αναλλοίωτος. Κι όλα τα ωραία συναισθήματα του παρελθόντος θα μπορούσαν να ανακληθούν. Ευτυχία θα μου πεις, αφού θα ζούσες σ’ ένα άσυλο μακριά από τη σκληρότητα του παρόντος.
Ως εδώ καλά. Μόνο που η ακρίβεια σκοτώνει. Κανένας δεν αντέχει τέτοιο φορτίο. Ο ανθρώπινος νους ουδέποτε φτιάχτηκε για να συγκρατεί τα πάντα αδιακρίτως. Η μνήμη επιτελεί τον ρόλο του κριτή. Εάν γίνει πανταχού παρούσα χάνεται η αναγκαία ιεραρχία. Οι στιγμές μας -είτε ασήμαντες είτε κομβικές- θα καταλάμβαναν την ίδια έκταση. Και θα προκαλούσαν έναν τυφώνα υπερπληροφοριών που θα κατέστρεφαν το σήμερα.
Όσο για το κυριότερο φορτίο, θεωρώ πως είναι το συναισθηματικό. Η μνήμη αποθηκεύει τα γεγονότα και τα συναισθήματα που τα συνόδευσαν. Θα κουβαλούσαμε όλα εκείνα που μας είχαν ταπεινώσει. Η στεναχώρια, ο πόνος, η ντροπή, η απώλεια κι η θλίψη θα μας ακολουθούσαν σε όλα μας τα βήματα. Δε θα καταφέρναμε ν’ αποδεσμευθούμε απο ένα τραύμα που μας διέλυσε. Θα διστάζαμε να απεγκλωβιστούμε από ένα λάθος. Η πληγή θα παρέμενε ανοιχτή κι η αίσθηση της απώλειας τόσο οξεία όσο την πρώτη στιγμή.
Η λήθη είναι το βάλσαμο που επιτρέπει την επούλωση. Διαφορετικά ο χρόνος θα συσσώρευε διαρκώς και δε θα μας θεράπευε. Η αδυναμία να διαχωρίζεις το παρελθόν απ’ το παρόν φέρνει πνευματική κόπωση. Αργά ή γρήγορα. Επίπονο να ζει κανείς το τώρα όταν χιλιάδες χθες φωνάζουν μέσα στο κεφάλι του. Το παρόν ξεθωριάζει γρήγορα.
Η ευχή κι η κατάρα της υπενθύμισης μας καταδεικνύουν πως η μνήμη μας είναι μονάκριβο εργαλείο. Ο σκοπός της βρίσκεται στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας μέσα απ’ την επιλογή και την τροποποίηση των αναμνήσεων μας.
Εάν η αψεγάδιαστη μνήμη μας καθιστούσε καλύτερους ανθρώπους, τότε σίγουρα θα ‘ταν ευλογία. Αντιθέτως, η πρόκληση βρίσκεται στο να διαχειριζόμαστε αποτελεσματικά ό,τι επιλέγουμε να κρατήσουμε. Ν’ απομονώνουμε το μάθημα απ’ τον πόνο και να τον αφήνουμε να φύγει. Όσο δύσκολο κι αν είναι να ξεχαστεί.
Επιλογή συνέπειας απέναντι στον εαυτό μας και το παρόν τελικά η λήθη. Κι ας την έχουμε παρεξηγήσει. Μας χαρίζει τη βούληση να μη γίνουμε δέσμιοι των όσων υπήρξαν, αλλά να τα αξιοποιήσουμε για όσα θα ‘ρθουν. Σίγουρα θα ‘χουμε γίνει σοφότεροι. Ώστε, να εκτιμάμε περισσότερο ό,τι ωφελιμότερο εμφανίζεται μπροστά μας και να ελαττώνουμε τα σφάλματά μας. Αφού είναι αδύνατον να τ’ αποφύγουμε τελείως. Τουλάχιστον θα ‘χουμε βρει ισορροπία.
