Μια νύχτα διαφορετική απ’ τις υπόλοιπες. Τα κεριά τρεμοπαίζουν στο τραπέζι. Η μουσική αφήνει υποσχέσεις και τα βλέμματα διασταυρώνονται με ένταση παλιάς ταινίας τύπου Καζαμπλάνκα. Τα στόματα είναι έτοιμα να εκφέρουν εξομολογήσεις. Και πριν καν ξεκινήσει η ρομαντική ιεροτελεστία, ακούγεται η φράση: «Δε νιώθω άνετα με όλο αυτό το σενάριο». Τι μπορεί να μαρτυράει μια τέτοια δήλωση για τον ρομαντισμό σε μια σχέση;

Πέρα απ’ τις γνωστές ρομαντικές χειρονομίες και τα υλικά δώρα που όλοι έχουμε μάθει απ’ τις ταινίες και τα βιβλία, ο ρομαντισμός θεωρείται το ιερό δισκοπότηρο της οικειότητας. Αφού πρεσβεύει εκείνο το στοιχείο που φέρνει ένα ζευγάρι πιο κοντά σε ψυχικό επίπεδο. Η άρνηση να εμπλακεί κανείς στις διδαχές του ενδεχομένως και να κρύβει μια στρατηγική αποφυγής της συναισθηματικής εργασίας.

Δηλαδή, τις προσπάθειες που απαιτούνται για να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι. Όπως η κατανόηση απέναντι στις ανάγκες. Η διαχείριση συγκρούσεων χωρίς να καταφεύγουν σε αναβολές. Η δημιουργία στιγμών τρυφερότητας που δυναμώνουν την εμπιστοσύνη. Η γνωριμία απ’ την αρχή μέσω κάποιων συζητήσεων που δεν είχαν γίνει μέχρι τώρα. Η επίμονη δέσμευση να βλέπεις τον άνθρωπό σου πέρα απ’ τα γνωστά.

Πολλοί – ιδίως σε εποχές όπου η ζωή τρέχει με ταχύτατους ρυθμούς – θεωρούν πως ο ρομαντισμός έχει ελάχιστα πράγματα να τους προσδώσει. Το «γιατί να ξοδέψω ώρες σκεπτόμενος πώς να εκπλήξω το ταίρι μου όταν τα προβλήματα της καθημερινότητας με εξαντλούν;» γίνεται η συνηθισμένη δικαιολογία. Δε λέω πως δεν ισχύει. Ωστόσο, η αποφυγή του γρήγορα θα φέρει την αποξένωση. Την εξάντληση. Την πικρία.

Απ’ την άλλη πλευρά, το «δε γνωρίζω πώς να το κάνω» συνήθως είναι η πρόφαση για να μην εκτεθεί κανείς στην ευαλωτότητα. Ενώ το «δε θέλω» φέρνει στο προσκήνιο την αδυναμία να υπερέχει το «μαζί». Δυστυχώς, ο ρομαντισμός με τον τρόπο που τον έχουμε ιδεολογοποιήσει κρύβει αρκετές παγίδες. Ειδικά σήμερα που τα πάντα πουλιούνται κι αγοράζονται, η πίεση του να είσαι ρομαντικός εύκολα μπορεί ν’ αποκτήσει τη σφραγίδα της υποχρέωσης. Και να χάσει τον αυθορμητισμό του.

Φαντάσου έναν άντρα που μεγάλωσε με τα πρότυπα ανδρισμού άλλων εποχών, που ήταν βασισμένα στη σκληράδα, στην αυστηρότητα, στην εσωστρέφεια, στον αυτοέλεγχο και στην πρακτικότητα. Για εκείνον, μια κίνηση αβρότητας θα ισοδυναμούσε με παραδοχή ευαλωτότητας. Ή μια γυναίκα που μετά από χρόνια κοινωνικής πίεσης βάζει την τρυφερότητα στη λίστα των υποχρεώσεών της. Θα την προσέγγιζε με διαδικαστικό τρόπο.

Φυσικά και η δήλωση «δε μ’ εκφράζει ο ρομαντισμός» δε σημαίνει έλλειψη αγάπης. Δείχνει την προτίμηση σε μια λιτή κι ουσιαστική αλληλεπίδραση. Σε κοινές δραστηριότητες κι ελεγχόμενες συζητήσεις. Και τα δυο έχουν τη δυνατότητα να αναδιαμορφώσουν την απαραίτητη συναισθηματική διεργασία. Όμως, αν η αποχή γίνει μόνιμη τακτική, τότε η σχέση κινδυνεύει να μεταβληθεί σε μια τυπική συναλλαγή συμβίωσης.

Στο τέλος, η επιλογή του να μην είσαι ρομαντικός ασφαλώς κι είναι δυνατόν να θεωρηθεί λυτρωτική. Με την προϋπόθεση ότι προέρχεται από αυτογνωσία. Αν κρύβει αποφυγή, θα γίνει εμπόδιο και θα βρίσκεσαι διαρκώς με το δίλημμα αν θέλεις πραγματικά το ρίσκο της πλήρους έκθεσης ή προτιμάς την άνεση της απόστασης.

Όποια κι αν είναι η απάντηση στο δίλημμα, ανοίγει ή κλείνει δρόμους για την απελευθέρωση του εαυτού σε μια ερωτική σχέση. Και σ’ έναν κόσμο γεμάτο ρηχές κι εφήμερες σχέσεις, η απελευθέρωση του εαυτού εντοπίζεται στη σταθερότητα της αμοιβαιότητας.

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης