

Το καλοκαίρι του 2025 προμηνύεται καυτό, και δεν αναφερόμαστε μόνο στις θερμοκρασίες. Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο της The Guardian, η Ελλάδα αναμένεται να σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ σε αφίξεις τουριστών, με τους δείκτες της τουριστικής βιομηχανίας να δείχνουν θεαματική άνοδο. Τα νούμερα προκαλούν ζάλη: εκατομμύρια επισκέπτες, γεμάτες παραλίες, κατάμεστα ξενοδοχεία, εστιατόρια που δεν προλαβαίνουν να στρώσουν τραπέζια. Κι όμως, μέσα σε αυτή την έκρηξη ζήτησης, ο τομέας της φιλοξενίας ασφυκτιά από έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Περίπου 80.000 θέσεις εργασίας παραμένουν κενές, από μάγειρες και σερβιτόρους μέχρι καμαριέρες και ρεσεψιονίστ. Μια χώρα που «πουλάει» εμπειρία, φιλόξενη αύρα και ήλιο, φαίνεται ανίκανη να προσφέρει αξιοπρεπείς συνθήκες σ’ εκείνους που καλούνται να τη διασφαλίσουν.
Μπροστά σε αυτό το εργασιακό κενό, το δάχτυλο στρέφεται, για άλλη μια φορά, προς τους νέους. «Δε θέλουν να δουλέψουν», «τα θέλουν όλα έτοιμα», «φοβούνται τη δυσκολία»… Ξανά τα ίδια λόγια, σε διαφορετικές εποχές. Μα το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν θέλουν να δουλέψουν, αλλά υπό ποιες συνθήκες. Διότι όταν η εργασία στη σεζόν σημαίνει 7 ημέρες την εβδομάδα, σπαστά ωράρια, 12ωρα που πληρώνονται ως 4ωρα, διαμονή σε ετοιμόρροπα κτήρια, υπερεργασία χωρίς ρεπό, αγένεια ή ακόμη και κακοποιητικές συμπεριφορές από ανώτερους, τότε δε μιλάμε για «δουλειά», μιλάμε για εκμετάλλευση. Και όταν αυτή η εξάντληση ανταμείβεται με μισθούς 800 ή 900 ευρώ, χωρίς επιδόματα, χωρίς ασφάλεια, τότε το δίλημμα για τους νέους είναι υπαρξιακό: να επιβιώσουν ή να παραιτηθούν;
Η σεζόν στην Ελλάδα, όπως τη βιώνουν χιλιάδες εποχικοί εργαζόμενοι, έχει τις δικές της σκιές. Πίσω από τις φωτογραφίες με φόντο το ηλιοβασίλεμα και τις πισίνες, υπάρχει μια αθέατη πραγματικότητα: εργαζόμενοι που κοιμούνται σε κοινόβια δωμάτια χωρίς εξαερισμό, που σηκώνονται στις 6 το πρωί και σχολάνε στις 2 το βράδυ, που «ζουν» επί 3-4 μήνες με στόχο να βγάλουν όσο γίνεται περισσότερα και μετά να… αναρρώσουν. Σε πολλές περιπτώσεις, οι συμβάσεις δεν τηρούνται, τα δικαιώματα καταπατώνται και το εργασιακό περιβάλλον θυμίζει περισσότερο στρατώνα παρά επαγγελματικό χώρο. Υπάρχουν επιχειρήσεις που παρέχουν αξιοπρεπείς συνθήκες, αυτό δεν αναιρείται. Όμως ο γενικός κανόνας δείχνει αλλού: στην απαίτηση για υπακοή, στη σιωπηλή αποδοχή των όρων, στη λογική «όποιος αντέξει».
Γιατί φεύγουν οι νέοι από τη σεζόν; Δε φεύγουν επειδή είναι τεμπέληδες ή κακομαθημένοι. Φεύγουν γιατί δε βρίσκουν νόημα σε μια ζωή που περιστρέφεται γύρω από το μεροκάματο και όχι την προοπτική. Φεύγουν γιατί, έχοντας πλέον εναλλακτικές, είτε μέσα από την εξ αποστάσεως εργασία, είτε από μικρές επιχειρήσεις, είτε από εργασία στο εξωτερικό, μπορούν να επιλέξουν να μη διαλύονται ψυχικά και σωματικά για 3-4 μήνες το χρόνο. Φεύγουν, κυρίως, γιατί νιώθουν ότι δεν τους σέβονται. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο πλήγμα: όχι ο χαμηλός μισθός, ούτε η πίεση, αλλά η αίσθηση πως αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμοι, ως φτηνά εργατικά χέρια που θα αντικατασταθούν εύκολα.
Εδώ χρειάζεται μια αναστοχαστική στροφή: πολλοί εργοδότες στον τουρισμό δεν είναι μάνατζερ με επαγγελματική κατάρτιση, αλλά ιδιοκτήτες που κληρονόμησαν ή εκμεταλλεύονται μια επιχείρηση χωρίς ουσιαστική γνώση του σύγχρονου management. Η λογική παραμένει παρωχημένη: «Εγώ πληρώνω, εσύ θα κάνεις ό,τι σου λέω», χωρίς διάθεση επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό, χωρίς εκπαίδευση, χωρίς κουλτούρα συνεργασίας. Αντί να δουν τον εργαζόμενο ως σύμμαχο, τον βλέπουν ως δαπάνη. Αντί να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις μιας νέας γενιάς που αναζητά ποιότητα ζωής και αξιοπρέπεια, επιμένουν σε όρους δεκαετίας ’80.
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι εποχικοί εργαζόμενοι έχουν πρόσβαση σε επιδόματα, δωρεάν ή επιδοτούμενη στέγαση, εκπαίδευση, bonus και κυρίως: σταθερά ωράρια και θεσμικό έλεγχο. Στη Σκανδιναβία, για παράδειγμα, υπάρχουν τουριστικές περιοχές που προσελκύουν προσωπικό επειδή επενδύουν στην ανθρώπινη εμπειρία, όχι μόνο του τουρίστα αλλά και του εργαζομένου. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η εργασία στη σεζόν παραμένει ένας τομέας «γκρίζας ζώνης», με ελλιπείς ελέγχους, νομιμοφανείς παραβάσεις και μια ευρύτερη κοινωνική ανοχή στην εκμετάλλευση.
Όταν ένας τομέας εργασίας φημίζεται για την εξουθένωση, δεν είναι απορίας άξιο που δε βρίσκει προσωπικό. Όταν η κοινωνία επιλέγει να κατηγορεί τους νέους αντί να απαιτεί καλύτερες συνθήκες, συντηρεί έναν φαύλο κύκλο υποτίμησης. Και όσο τα ξενοδοχεία ανεβάζουν τιμές χωρίς να ανεβάζουν και τα standards για τους εργαζομένους τους, η κρίση θα βαθαίνει. Διότι δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι που θα λείπουν: θα λείπει και η ψυχή της φιλοξενίας, αυτή που δε διδάσκεται, αλλά ανθίζει μόνο εκεί που υπάρχει σεβασμός, αξιοπρέπεια και πραγματική ανταμοιβή.
Η Ελλάδα του τουρισμού βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Μπορεί να συνεχίσει να «πουλάει» ήλιο με ανθρώπινο κόστος ή να επενδύσει σε ένα βιώσιμο, ποιοτικό μοντέλο που δε θα εξαντλεί, αλλά θα εμπνέει. Αυτό απαιτεί πολιτική βούληση, θεσμικό έλεγχο, κοινωνική ωρίμανση και, το σημαντικότερο, εργοδότες με όραμα και όχι μόνο με τζίρους. Οι νέοι δε γύρισαν την πλάτη στη σεζόν. Η σεζόν γύρισε την πλάτη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αν θέλουμε να γεμίσουν οι κενές θέσεις, πρέπει πρώτα να γεμίσουν οι άνθρωποι: με σεβασμό, δικαιώματα και μια καθημερινότητα που να μην τους εξουθενώνει, αλλά να τους εξελίσσει.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη