

Στο TikTok, μπορείς να δεις τη φρίκη ενός εγkλήματος π0λέμου. Να παρακολουθήσεις τη σκόνη να καταπίνει κορμιά, μια μάνα να σπαράζει πάνω από τα ερείπια, να ακούσεις ουρλιαχτά σε ξένη γλώσσα που ωστόσο καταλαβαίνεις με το ένστικτο, όχι τη μετάφραση. Κι αμέσως μετά, σχεδόν αδιάκοπα, εμφανίζεται ένα tutorial για τη νέα μάσκαρα που “κρατάει 48 ώρες”. Ή μια influencer που μοιράζεται τη «συνταγή της για ευτυχία» – με φόντο ροζ σύννεφα και λογιών φίλτρα που θολώνουν την πραγματικότητα. Κάπου ανάμεσα, ένας χρήστης με ένα μπερέ σε faux intellectual ύφος σου εξηγεί τι σημαίνει “τραύμα εγκατάλειψης” επειδή ένιωσες άβολα στο πρώτο ραντεβού. Μετά ξανά πολεμικά πλάνα, αυτή τη φορά με μουσική υπόκρουση. Εικόνες θανάτου, λεζάντες σε γραμματοσειρές με glitter, καρδούλες και hashtags τύπου #prayfor. Μια αίσθηση σχιζοειδούς εμπειρίας: η ζωή και ο θάνατος, το μακιγιάζ και η σφαγή, όλα πακεταρισμένα σε ίσα χρονικά κουτιά των 15 ή 30 δευτερολέπτων.
Δεν είναι πια απλώς υπερπληροφόρηση. Είναι υπερέκθεση στο αδιανόητο, χωρίς επεξεργασία, χωρίς χώρο για συναισθηματική μεταβολή, χωρίς σιωπή. Όλα μοιάζουν ισοδύναμα. Ή μάλλον, ίδια. Η φρίκη εξισώνεται με το αστείο, η τραγωδία με το meme, η απώλεια με το αστείο που “έπαιξε πολύ καλά με τον αλγόριθμο”. Το timeline μας θυμίζει λιγότερο ροή και περισσότερο χάος: μια σύγχυση από pixels, λεζάντες, εμπειρίες άλλων που βαφτίζονται δικές μας, φράσεις που μιμούνται ενσυναίσθηση, αλλά στην ουσία παραλύουν κάθε ικανότητα γνήσιας επαφής.
Η τραγωδία πια δε συμβαίνει κάπου αλλού. Είναι παντού. Όχι, γιατί γίναμε πιο συνειδητοποιημένοι, αλλά γιατί έγινε μέρος της στρατηγικής περιεχομένου. Η εικόνα του πόνου πουλάει. Όχι, όπως πουλάει το σκάνδαλο σε tabloid, αλλά όπως πουλάει κάτι που “συγκινεί”. Το δάκρυ έγινε ένα ακόμη φίλτρο, ο σπαραγμός μια ακόμη αφήγηση τύπου “συγκλονιστικό”, κατά προτίμηση σε vertical video και με μουσική που χτίζει δραματικά. Δεν προλαβαίνουμε να διακρίνουμε πια πού τελειώνει το πραγματικό και πού ξεκινά η επιτέλεση του πραγματικού. Ένα παιδί που αποχαιρετά τον πατέρα του στην είσοδο ενός καταφυγίου, συγκινητικό. Μια νεαρή Ουκρανή που κλαίει στην κάμερα, “καρδούλες” και “κράτα γερά queen”. Κι έπειτα, στο επόμενο scroll: «5 red flags στο πρώτο ραντεβού». Τι ακριβώς μόλις είδαμε; Και τι ένιωσα; Το αισθάνθηκα στ’ αλήθεια; Ή απλώς πέρασε σαν παρενθετική ταραχή, κάτι σαν ψηφιακή ανατριχίλα, πριν το επόμενο ερέθισμα;
Η τραγωδία έχει ανάγκη από βαρύτητα. Από χώρο και χρόνο. Από παύσεις. Από το δικαίωμα να σε σοκάρει και να μείνεις εκεί, να τη φέρεις μέσα σου λίγο περισσότερο απ’ όσο αντέχεις. Μα όταν συνυπάρχει δίπλα-δίπλα με ένα «συμβουλές για να έχεις glow skin», δεν έχει ούτε χρόνο ούτε αξιοπρέπεια να αναπνεύσει. Αφομοιώνεται από την ίδια τη δομή του μέσου, τη διαρκή ροή, την παρόρμηση του επόμενου, την αναλγησία του scroll. Κάθε scroll, όμως, δεν είναι απλώς μετάβαση. Είναι μια μικρή πράξη αμνησίας. Ό,τι είδαμε, χάνεται. Δε χωνεύεται, δε μεταβολίζεται. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και αν υπήρξε, ήταν απλώς ένα ακόμα δευτερόλεπτο σε μια ατέλειωτη κασέτα. Δεν είναι ότι δε νιώθουμε. Είναι ότι δεν προλαβαίνουμε να νιώσουμε. Δεν είναι ότι αδιαφορούμε, αλλά ότι το νευρικό μας σύστημα έχει κατακλυστεί από εικόνες που απαιτούν ακαριαία συγκίνηση και άμεση αντικατάσταση. Δε μας δίνεται η ευκαιρία για παύση. Κι αυτό, ίσως, να είναι το πιο επικίνδυνο, η συναισθηματική ρηχότητα δεν προκύπτει από κακία ή αδιαφορία, αλλά από υπερφόρτωση.
Η αφήγηση, κάποτε, ήθελε χρόνο. Μια αρχή, μια κορύφωση, ένα τέλος. Μια αίσθηση νοήματος. Τώρα η αφήγηση είναι σε κομμάτια, μια πτήση 20 δευτερολέπτων που προσγειώνεται απευθείας στο κενό. Και το κοινό, εκπαιδευμένο να καταναλώνει αντί να βιώνει, δε ζητά τίποτε άλλο. Ο αλγόριθμος δεν είναι αόρατος εχθρός. Είναι καθρέφτης. Προσαρμόζεται σε εμάς, στα θέλω μας, στις διακοπτόμενες προσοχές μας, στις ενοχές που ξεχνάμε τόσο γρήγορα όσο εμφανίζονται. Μα το τίμημα είναι τεράστιο, χάνουμε σταδιακά την ικανότητά μας να κρατάμε το βάρος. Να αντέχουμε το νόημα μιας απώλειας, να στεκόμαστε σε μια αδικία, να συνοδεύουμε την τραγωδία χωρίς να την εξουδετερώνουμε με αστεία gifs ή σλόγκαν τύπου «#goodvibesonly».
Μήπως όμως όλη αυτή η «ισοπέδωση» δεν είναι απλώς απόρροια τεχνολογικής συνθήκης, αλλά ψυχικής αυτοάμυνας; Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το κακό είναι αποδεδειγμένα παντού, σε real-time. Πόσο να αντέξει ο άνθρωπος; Πόσες κραυγές, πόσες εικόνες αίματος και καταστροφής να κουβαλήσει χωρίς να διαλυθεί; Το scroll γίνεται καταφύγιο. Αλλά κι εξορία. Μας προστατεύει από το πλήρες φορτίο της πραγματικότητας, μα ταυτόχρονα μας κρατά μακριά από την ουσία της. Η φρίκη μετατρέπεται σε απλό θόρυβο, κι αυτό, από μόνο του, είναι μια δεύτερη φρίκη.
Η ελπίδα, όσο κι αν ψιθυρίζεται αδύναμα, υπάρχει. Είναι η στιγμή που κάποιος σταματάει το scroll. Που πατάει παύση. Που γράφει, διαβάζει, θρηνεί, συνοδεύει. Που βλέπει ένα βίντεο και δε συνεχίζει αμέσως, αλλά μένει. Σκέφτεται. Που επιλέγει να μην ξεχάσει τόσο εύκολα. Η ενσυναίσθηση ίσως να μην πεθαίνει. Αλλά χρειάζεται χώρο. Χρόνο. Πρόθεση. Για να συνεχίσει να υπάρχει μέσα μας και μετέπειτα στην κοινωνία. Ίσως αυτό να είναι η πρόκληση της εποχής μας, να μην επιτρέψουμε στον αλγόριθμο να ορίσει τη συναισθηματική μας μνήμη. Να θυμόμαστε τη βαρύτητα των πραγμάτων. Να μην παραδίνουμε το βλέμμα μας αμαχητί. Γιατί η φρίκη δεν είναι περιεχόμενο. Είναι κραυγή. Και η κραυγή δεν πρέπει να χωράει μέσα σε 15 δευτερόλεπτα.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη