Στην πρώτη ανάγνωση, η Maxine Baker της σειράς Ginny & Georgia μπορεί να παρουσιαστεί ως η “δυναμική φίλη”, πληθωρική, θορυβώδης, χαρισματική, με μια παρουσία που γεμίζει το δωμάτιο. Είναι η φωνή που δεν περνάει απαρατήρητη, η φίλη που θα σε υπερασπιστεί μέχρι τέλους, αυτή που οργανώνει, που ελέγχει, που κάνει τα πάντα για να “κρατάει την ομάδα ενωμένη”. Μα κάτω από την επιφάνεια αυτής της έντονης προσωπικότητας, κρύβεται κάτι πολύ πιο εύθραυστο. Η Max δεν είναι απλώς χαρακτήρας, είναι μια αναπαράσταση όλων αυτών των κοριτσιών που έμαθαν να επιβιώνουν φροντίζοντας, και που ακόμη παλεύουν να πείσουν τον εαυτό τους ότι αξίζουν να αγαπηθούν χωρίς όρους.

Η Maxine είναι το είδος του ανθρώπου που χρειάζεται να είναι χρήσιμη, για να νιώσει αγαπητή. Δεν αρκείται στο να είναι παρούσα σε μια φιλία, θέλει να είναι το κέντρο βάρους της. Επενδύει ολοκληρωτικά, χρόνο, συναίσθημα, φροντίδα. Δίνει χωρίς φειδώ, αλλά όχι χωρίς κόστος. Κάθε φιλία για εκείνη μοιάζει με μια επανάληψη οικογενειακού ρόλου, εκείνη της κόρης που έμαθε να λειτουργεί ως μαξιλάρι για τους άλλους, να γεμίζει τα κενά που άφησαν οι μεγάλοι, να προσφέρει σταθερότητα όταν εκείνη δεν της δόθηκε ποτέ. Αυτή η ανάγκη να είναι απαραίτητη δεν είναι επιφανειακή. Δεν είναι απλώς ανασφάλεια ή επιθυμία για προσοχή. Είναι μια δομική συνθήκη αγάπης που έχει μάθει από νωρίς, ότι η αγάπη πρέπει να κερδίζεται, να αποδεικνύεται, να δικαιολογείται. Ότι δεν της ανήκει, παρά μόνο αν γίνει κάτι για αυτήν. Η αγάπη δεν είναι ποτέ δεδομένη. Πρέπει να δουλέψει για αυτήν.

Ο όρος parentification περιγράφει μια δυναμική στην οποία το παιδί αναλαμβάνει τον ρόλο φροντιστή στην οικογένεια, είτε συναισθηματικά, είτε πρακτικά. Η Max είναι ένα τέτοιο παιδί. Παρότι η οικογένειά της δε φαίνεται προβληματική με την πρώτη ματιά, διακρίνεται μια λεπτή αλλά διαρκής προσδοκία προς εκείνη να λειτουργεί ως “κόλλα”. Να είναι αυτή που θα διορθώσει τις σχέσεις, θα οριοθετήσει, θα διαχειριστεί, θα ξέρει πάντα τι χρειάζονται οι άλλοι συχνά πριν το καταλάβουν οι ίδιοι. Ένα parentified παιδί κουβαλά εντός του μια αόρατη εργασία, να αποδείξει πως αξίζει να μείνει. Η Max δεν είναι υπερβολική. Είναι προληπτικά ευγενική, προνοητικά υποστηρικτική, τρομαγμένα δοτική. Γιατί ξέρει, όχι θεωρητικά αλλά με το σώμα της, με το νευρικό της σύστημα, πως αν δεν είναι απαραίτητη, είναι αναλώσιμη.

Η φιλία για τη Max δεν είναι ποτέ κάτι ελαφρύ ή περιστασιακό. Δεν είναι “παρέα”· είναι καταφύγιο. Δεν είναι “διασκέδαση”· είναι δεσμός επιβίωσης. Εκεί όπου άλλα κορίτσια απολαμβάνουν την ελευθερία του εφήμερου, εκείνη επενδύει με πυκνότητα ενηλίκου ανθρώπου. Κάθε φίλη είναι μια μικρογραφία οικογένειας, και κάθε απόρριψη είναι τραύμα πρώτου βαθμού. Δεν έχει “απλώς πληγωθεί”. Έχει αιμορραγήσει. Γιατί αυτό που χάνει δεν είναι μόνο ένας φίλος, αλλά ένας ρόλος, μια απόδειξη ότι αξίζει να αγαπιέται. Η υπερβολή της Max, η ανάγκη να έχει συνεχώς επαφή, να καταλαβαίνει τα πάντα, να συμμετέχει παντού, να ξέρει τι γίνεται, δεν είναι εγωκεντρισμός. Είναι τρόμος. Είναι ο μηχανισμός ενός κοριτσιού που δεν αντέχει τη συναισθηματική αβεβαιότητα. Γιατί εκεί όπου άλλοι βλέπουν απλώς απόσταση ή σιωπή, εκείνη βλέπει εγκατάλειψη. Και η εγκατάλειψη δεν είναι απλώς μοναξιά, είναι πρωτογενής απειλή.

Στη σειρά, όταν η Ginny απομακρύνεται από τη Max και αρχίζει να κρατά μυστικά, βλέπουμε τη Max να διαλύεται. Αντιδρά έντονα, ίσως ακόμη και δυσανάλογα στα μάτια των άλλων. Μα η αντίδρασή της είναι ακριβώς η έκφραση μιας τραυματικής μνήμης: της εμπειρίας του να μην είναι πλέον αρκετή. Δε φταίει η Ginny. Δε φταίει κανείς συγκεκριμένα. Μα για τη Max, κάθε ρήγμα στη φιλία είναι απόρριψη από εκείνον τον φανταστικό γονιό που δεν της έδωσε ποτέ άνευ όρων αποδοχή. Είναι σαν να ξαναβιώνει, άτσαλα και άναρχα, εκείνη τη σιωπηλή συμφωνία που έχει κάνει με τον εαυτό της, αν δίνεις τα πάντα, δε θα σε αφήσουν. Αυτό που κάνει τη Maxine τόσο δυνατή, τόσο εύθραυστη και τελικά τόσο αληθινή, είναι ότι ενσαρκώνει εκείνα τα κορίτσια που έμαθαν να είναι “μεγάλα” πριν την ώρα τους. Εκείνες που γελούν δυνατά για να κρύψουν το άγχος τους. Που φροντίζουν πριν τους ζητηθεί. Που προλαβαίνουν τις ανάγκες των άλλων, για να μην αντιμετωπίσουν την αμηχανία του να ζητήσουν κάτι για τις ίδιες. Κορίτσια που μπήκαν σε φιλικές σχέσεις με τη δίψα για οικογενειακή αποκατάσταση και έμαθαν να διαχειρίζονται τις απορρίψεις σαν μικρούς χωρισμούς με τον εαυτό τους.

Η Max δεν είναι υπερβολική. Είναι διαφανής. Και σ’ έναν κόσμο που μας μαθαίνει να δείχνουμε μόνο την ψυχραιμία και την ισορροπία, αυτή η διαφάνεια μοιάζει απειλητική, αλλά είναι τελικά ριζικά ανθρώπινη. Η Maxine είναι υπενθύμιση ότι δε χρειάζεται να προσφέρεις για να μείνεις. Ότι δεν είσαι αγαπητή επειδή είσαι χρήσιμη. Είσαι αγαπητή επειδή είσαι. Αυτό το μάθημα είναι οδυνηρό για τις parentified κόρες, γιατί συγκρούεται με μια ολόκληρη εσωτερική ηθική του “πρέπει”. Μα είναι και λυτρωτικό. Προσφέρει την ειλικρινή ενηλικίωση, τη συνειδητοποίηση πως αξίζει κανείς να αγαπηθεί απλά επειδή υπάρχει, όχι επειδή προσφέρει.

Συντάκτης: Έφη Ζ.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη