

Υπάρχουν στιγμές που σε βρίσκουν απροειδοποίητα. Δε φέρουν ήχο, δεν αναγγέλλονται με βροντές. Είναι σιωπηλές σαν το φως του δειλινού που απλώνεται στο μπαλκόνι, ενώ κάθεσαι με τους γονείς σου και τρως καρπούζι από το ίδιο πιάτο. Δε λέτε πολλά· ίσως τις ίδιες φράσεις που λέτε κάθε χρόνο: για τον καιρό, για το πόσο γλυκά είναι τα φρούτα φέτος, για το πόσο μεγάλωσε η ανιψιά και η ξαδέρφη. Κι όμως, κάτι αλλάζει μέσα σου. Κάτι κινείται, σχεδόν ανεπαίσθητα, και σε κάνει να σφίγγεις αυτό το «μαζί» λίγο πιο δυνατά. Να θέλεις να το κρατήσεις λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο.
Δε θυμάσαι πότε έγινε, αλλά έγινε. Συνειδητοποίησες πως τα καλοκαίρια με τους γονείς σου δεν είναι ανεξάντλητα. Δεν είναι άπειρα. Δεν είναι αυτονόητα. Ήταν πάντα εκεί: αυτοί, εσύ, το σπίτι στο χωριό ή στην εξοχή, ο ήλιος που δύει στις εννιά και βάφει τους τοίχους πορτοκαλί. Κι εσύ ήσουν πάντα η κόρη που κουβαλούσε τα βιβλία της, τις ανησυχίες της, τα σπασμένα της όνειρα, τις ελπίδες της για μια αγάπη που θα μοιάζει με σπίτι. Πάντα γύρναγες εκεί, σε αυτούς, για μια παύση. Για λίγο φαγητό που να μην το έφτιαξες εσύ· για δυο λόγια που να μην έχουν βάρος· για να ξαναβρείς, έστω προσωρινά, μια αίσθηση οικειότητας.
Μα τώρα, δεν είναι το ίδιο. Όχι γιατί εκείνοι άλλαξαν πολύ — ίσως λίγο, ίσως να είναι πιο κουρασμένοι, πιο σιωπηλοί, ίσως λίγο πιο ξεχασιάρηδες. Μα κυρίως γιατί εσύ τους βλέπεις αλλιώς. Τους παρατηρείς με μια τρυφερότητα και μια επίγνωση που πριν δεν είχες. Σαν να βλέπεις μια φωτογραφία που δεν την πρόσεξες αρκετά όταν την τράβηξες, και όταν την κοιτάς ξανά, καταλαβαίνεις πόσα περιείχε. Μια ματιά, ένα φως, ένα χέρι που απλώνεται. Και σκέφτεσαι: «Πόσα ακόμα καλοκαίρια θα έχουμε έτσι;»
Δεν είναι μακάβρια σκέψη. Είναι αληθινή. Και κάπως απελευθερωτική. Σε κάνει να θέλεις να είσαι εκεί, πλήρως. Να τους κοιτάξεις στα μάτια, να τους ακούσεις, ακόμη κι αν δε λένε κάτι καινούργιο. Να πλύνεις τα πιάτα χωρίς να το σχολιάσεις· να κάτσεις στον καναπέ δίπλα τους χωρίς να κρατάς το κινητό· να προσέξεις το χρώμα στα μαλλιά τους που έχει αραιώσει, τις κινήσεις τους που έχουν γίνει λίγο πιο αργές. Όχι για να στεναχωρηθείς, αλλά για να τους τιμήσεις. Γιατί είναι εκεί. Γιατί ακόμα γελάνε με το ίδιο αστείο. Γιατί, με τον δικό τους τρόπο, σε αγαπούν. Και όσο πιο κοντά φτάνεις στη φθαρτότητα, τόσο πιο πολύ εκτιμάς την παρουσία.
Αυτή η εποχή, το καλοκαίρι, έχει κάτι το σχεδόν μεταφυσικό. Δεν είναι μόνο οι διακοπές, οι μέρες που διαρκούν, η θαλασσινή αλμύρα. Είναι και αυτή η ένωση του φωτός με την ανάμνηση. Το καλοκαίρι μοιάζει πάντα λίγο με επιστροφή, ακόμη κι όταν είσαι πια μεγάλος, ακόμη κι όταν έχεις πια το δικό σου σπίτι, τις δικές σου ευθύνες. Θυμάσαι τη γιαγιά, τις βραδιές με τα τζιτζίκια, το παγωτό χωνάκι, τα πλαστικά τραπεζομάντιλα που δεν άλλαζαν ποτέ, σώματα ξαπλωμένα κάτω από τον ανεμιστήρα. Και μέσα σε όλα αυτά, ήταν κι εκείνοι. Οι γονείς σου. Νέοι, ίσως εξαντλημένοι, ίσως απρόσιτοι, ίσως τρομακτικά ανθρώπινοι. Όμως παρόντες.
Τώρα πια βλέπεις πόσο δύσκολο είναι να είσαι παρών. Πόσο κοστίζει η παρουσία. Πόση δύναμη θέλει να παραμένεις σταθερός για κάποιον· να μαγειρεύεις χωρίς να περιμένεις αναγνώριση· να ακούς για χιλιοστή φορά την ίδια ιστορία με χαμόγελο· να προσφέρεις χώρο, όταν δεν έχεις πια πολύ απόθεμα. Κι εκείνοι το έκαναν — όσο μπορούσαν, όσο ήξεραν. Ίσως να μην τους γνώρισες ποτέ πλήρως. Ίσως να έμαθες για τα τραύματά τους πολύ αργά. Ίσως να ήσουν για χρόνια θυμωμένη — και με το δίκιο σου. Μα τώρα, το βλέπεις αλλιώς. Τώρα, επιλέγεις να δεις και το φως τους. Να αναγνωρίσεις όχι μόνο τι σου έλειψε, αλλά και τι σου δόθηκε.
Κι έτσι, κάθε καλοκαίρι μαζί τους γίνεται λίγο σαν τελετή. Δεν έχει τύμπανα, ούτε θεατρικότητα. Έχει μόνο μια καρέκλα στο μπαλκόνι, ένα πιάτο με φρούτα, μια κουβέντα για το πόσο ακριβά έγιναν όλα. Και μέσα από αυτή την απλότητα, περνάει η αγάπη. Όχι η αγάπη του σινεμά, αλλά η καθημερινή· αυτή που χτίζεται με πράξεις, με παραμονή, με μικρές λεπτομέρειες. Η αγάπη που δε χρειάζεται να ειπωθεί για να γίνει αισθητή. Σου φαίνεται σχεδόν ιερό να μοιράζεσαι αυτό το «μαζί». Να μην το αφήνεις να περνά απαρατήρητο. Ίσως γιατί για πρώτη φορά νιώθεις πως αυτό είναι ο χρόνος: όχι οι μήνες, όχι οι προθεσμίες, όχι το ρολόι. Ο χρόνος είναι αυτό το απόγευμα με καρπούζι. Είναι η ανάσα ανάμεσα σε δύο φράσεις. Είναι οι σιωπές που δε χρειάζεται να γεμίσεις.
Κάποτε ήθελες να φύγεις. Να πάρεις απόσταση. Να γίνεις αυτόνομη, να χαράξεις τον δρόμο σου. Και το έκανες — με προσπάθεια, με λάθη, με όνειρα. Μα τώρα καταλαβαίνεις πως η αληθινή ωριμότητα δεν είναι να αποκόβεσαι. Είναι να επιστρέφεις με άλλα μάτια. Με επίγνωση, με ευγνωμοσύνη, με την ικανότητα να κρατήσεις αυτό που είναι πολύτιμο χωρίς να το σφίγγεις μέχρι να σπάσει.
Κάποτε τα καλοκαίρια έμοιαζαν ατελείωτα. Τώρα μοιάζουν πολύτιμα. Όχι γιατί λιγοστεύουν, αλλά γιατί εσύ μεγάλωσες αρκετά ώστε να τα μετράς διαφορετικά.
Κι ίσως αυτό να είναι η αγάπη: να βλέπεις τους άλλους όχι μόνο όπως είναι τώρα, αλλά και όπως ήταν, όπως προσπάθησαν να γίνουν και όπως δεν μπόρεσαν. Να τους χωράς όλους μέσα στο βλέμμα σου. Να λες «ευχαριστώ» χωρίς λόγια. Και να κάθεσαι εκεί, δίπλα τους, καθώς πέφτει ο ήλιος, με καρδιά ανοιχτή, με παλάμες τρυφερές, με βαρύτητα γλυκιά.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη