Το να βγαίνεις πρώτο ραντεβού με κάποιον άγνωστο είναι ίσως το πιο άβολο συναίσθημα που έχεις να περάσεις, με την ελπίδα να βρεις τον έναν και μοναδικό έρωτα της ζωής σου. Στατιστικά, τις περισσότερες φορές καταλήγει σε φιάσκο, είτε γιατί η σύνδεση που υπήρχε πίσω απ’ την οθόνη του κινητού σου δεν υπάρχει από κοντά, είτε γιατί η όλη διαδικασία σε έκανε να φορέσεις μια ωραιότατη μάσκα ενός προσώπου που δεν έχει καμία σχέση με εσένα στην πραγματική ζωή. Απ’ τη μία, είναι λογικό όταν συναντιόμαστε με κάποιον ξένο να μην είμαστε εκατό τοις εκατό ο εαυτός μας, αλλά απ’ την άλλη τι θα γινόταν αν ήμαστε;

Το Amazon της Αγγλίας, εδώ και δύο χρόνια, πραγματοποιεί έρευνες, όπου οι εργαζόμενοι απαντούν σε ερωτηματολόγια, με σκοπό να κατανοήσουμε τον παλμό του κόσμου, όσον αφορά ζητήματα που μας απασχολούν στην καθημερινότητά μας. Το “Chatterbox series”, όπως ονομάστηκε, πρόσφατα έθεσε ένα ευθύ ερώτημα. Ποιο θα ήταν το ιδανικότερο πρώτο ραντεβού αν είχες να διαλέξεις ανάμεσα στο να βγείτε σε ένα μπαρ ή να πάτε για τρέξιμο;

Τα αποτελέσματα έδειξαν, πως 1 στους 4, θα επέλεγε να ασκηθεί στο πρώτο ραντεβού, διπλάσιο ποσοστό σε σχέση με αυτούς που θα πήγαιναν σε μπαρ. Αντίστοιχα, ένας στους δέκα ανθρώπους, θα προτιμούσαν πιο συγκεκριμένα να βγούνε για τρέξιμο ή να πάνε γυμναστήριο, ενώ το 9% απάντησε πως θα επέλεγε καλύτερα κάποιου είδους δραστηριότητας όπως το bowling. Οι Gen Z, μάλιστα, επέλεξε το τρέξιμο ως το ιδανικότερο πρώτο ραντεβού εφόσον γνωρίσουν κάποιον.

Μέσα από τις απαντήσεις τους, είδαμε πως το τρέξιμο δεν αποτελεί επιλογή γιατί οι περισσότεροι είναι υπέρμαχοι της σωματικής άσκησης, πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν αθληθεί εδώ και χρόνια, αλλά γιατί θεωρούν πως κάτι τέτοιο τους δίνει τη δυνατότητα να σπάσουν πιο εύκολα τον πάγο μεταξύ δύο τελείως αγνώστων ανθρώπων που βρίσκονται για πρώτη φορά. Πηγαίνοντας για ποτό, έχεις να αντιμετωπίσεις τις στιγμές αμηχανίας που δημιουργούνται, αναγκάζεσαι να ψάχνεις συνεχώς ανούσια θέματα συζήτησης για να καλύψεις τα κενά και καλείσαι να προσπαθήσεις να προβάλεις τον τέλειο εαυτό, σε έναν κόσμο που κανείς δεν είναι τέλειος. Αντίθετα, πηγαίνοντας για τρέξιμο, έχεις τη δυνατότητα να δεις τον άνθρωπο απέναντί σου, λίγο πιο διάφανο χωρίς στυλιζαρίσματα. Θα τον δεις ατημέλητο, να ιδρώνει, και κάπου ανάμεσα στις βαριές ανάσες και την κούραση, μπορεί να γίνει πιο ξεκάθαρο αν αυτός ο άνθρωπος σε ελκύει πραγματικά, χωρίς να τον παραμορφώνει προς το καλύτερο η επήρεια του αλκοόλ στο αίμα σου. Ταυτόχρονα, ένα τέτοιο ραντεβού, έχει περιορισμένο προκαθορισμένο χρόνο. Δεν μπορείς να τρέχεις για πάντα. Έτσι, αν δεν πέρασες καλά, απλά μπορείς σύντομα να φύγεις και να πας σπίτι σου χωρίς να τον φέρεις σε δύσκολη θέση, ενώ αν πέρασες, δε σας σταματάει κανείς απ’ το να συνεχίσετε την έξοδό σας πηγαίνοντας να φάτε κάτι για να καλύψετε τις θερμίδες που κάψατε, έχοντας νιώσει ήδη άνετα ο ένας με τον άλλον.

Επίσης, κατά τη διάρκεια του jogging, έχεις τον χρόνο να παρατηρήσεις και να αναλύσεις κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του άλλου, χωρίς καν να το καταλάβει. Όταν ο άλλος για παράδειγμα, χαμηλώνει τον ρυθμό του για να σε περιμένει, ακόμα κι αν έχει μεγαλύτερο διασκελισμό, προδίδει ότι μάλλον είναι διατεθειμένος να κάνει κι άλλες υποχωρήσεις για ‘σένα εφόσον χρειαστεί. Αν από την άλλη, την ώρα που τρέχετε και επικρατεί λίγο σιωπή, αυτός κοιτάζει κάθε κώλο που περνάει δίπλα του, μάλλον, δυστυχώς, δε φταίει η στιγμή.

Στο αντίποδα βέβαια, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που αν και αναγνωρίζουν ότι το τρέξιμο μπορεί να αποτελεί έναν πιο άμεσο και αληθινό τρόπο για να συνδεθείς για πρώτη φορά με κάποιον, οι ίδιοι δε θα το επέλεγαν ποτέ. Κάποιοι από τους συμμετέχοντες δήλωσαν, πως ακριβώς επειδή δεν είσαι ο εαυτός σου κατά τη διάρκεια ενός ραντεβού σε μπαρ, πρέπει να το επιλέξεις. Πολλές φορές όταν γνωρίζουμε κάποιον, προτιμάμε να τον βλέπουμε σαν έναν τέλειο χωρίς ελαττώματα άνθρωπο, αφενός γιατί συναισθηματικά δεν έχουμε ακόμα δεθεί για να αποδεχτούμε τον άλλον πλήρως, και έπειτα γιατί αυτό μεταφράζεται συχνά ασυνείδητα σαν πρόκληση και έλξη προς το πρόσωπό του. Αναζητούμε τον τέλειο, τον όμορφο, τον αψεγάδιαστο, για να τον κατακτήσουμε. Αυτό βέβαια δε σταματάει μονάχα στην αντιμετώπισή μας προς τον άλλον, αλλά επεκτείνεται και στο πως βλέπουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Προετοιμαζόμαστε με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη, αγοράζουμε καινούργια ρούχα και εσώρουχα, βαφόμαστε-αν και δεν το κάνουμε στην καθημερινότητά μας-για να καλύψουμε την ανασφάλειά μας, πιστεύοντας ότι κατά αυτόν τον τρόπο ίσως είμαστε πιο αρεστοί.

Η Farida Rizk, 21, σχολιάζει πως “αν πήγαινα για jogging date, θα ίδρωνα, θα λαχάνιαζα και το μόνο που θα σκεφτόμουνα θα ήταν πως να μην πέσω. Όχι ακριβώς η πρώτη εντύπωση που θα επιδίωκα να δώσω. Το πρώτο ραντεβού θα έπρεπε να είναι ένα ωραίο γεύμα ή ποτό, κάπου που να μπορείς να μιλήσεις και να γνωρίσεις τον άλλον. Θέλεις να εκθλιφθείς από τον άλλον σαν γοητευτικός, όχι να προσπαθείς να ανασάνεις από την κούραση.”

Το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει πίσω απ’ αυτήν την έρευνα, δεν είναι τελικά που θα επιλέξουμε να πάμε στο πρώτο ραντεβού, αλλά αν τελικά αξίζει να παρουσιάζουμε μία ωραιοποιημένη μορφή του εαυτού μας ή αν θα ήταν καλύτερα να δείξουμε-και να δούμε αντίστοιχα στον άλλον-τον αληθινό μας εαυτό, κάνοντας στην άκρη τον καθωσπρεπισμό. Μήπως τελικά χάνουμε χρόνο με αυτόν το τρόπο; Μήπως τελικά ο άνθρωπος που είναι για εμάς, θα μας βρίσκει σέξι ακόμα κι όταν στάζουμε από ιδρώτα και είμαστε αναψοκοκκινισμένοι;

Συντάκτης: Νεφέλη Ζέλιου