

Ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο έχει αρχίσει να ξεπροβάλλει στις ηλικίες 18-30 και —φυσικά— έχει γίνει ήδη viral στο TikTok: λέγεται Flaking και μάλλον το έχεις ζήσει από πρώτο χέρι. Μιλάμε για εκείνη τη συμπεριφορά που ξεκινά με ενθουσιώδες «ναιιι πάμε!», και καταλήγει (λίγο πριν την έξοδο) σε ένα «σόρρυ παιδιά, δε θα τα καταφέρω τελικά». Είναι η νέα «πανδημία» των social plans, όπου όλοι θέλουν να κανονίσουν —αλλά σχεδόν κανείς δεν έχει τη διάθεση να το πραγματοποιήσει. Μπορείς να το πεις και ευγενική ghosting. Μπορείς να το πεις και κοινωνικό burnout. Όπως κι αν το πεις, η τάση είναι ξεκάθαρη: λέμε “ναι” στις προσκλήσεις, αλλά το εννοούμε, μέχρι να έρθει η ώρα να σηκωθούμε από τον καναπέ.
Χιλιάδες βιντεάκια έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην αρχική της σελίδας κοινωνικής δικτύωσης, με ανθρώπους να βιντεοσκοπούν, ξαπλωμένοι στον καναπέ τους, τα τηλεφωνήματα την ώρα που ακυρώνουν τη νυχτερινή έξοδο γιατί “κάτι τους έτυχε” ή επειδή “έχουν πολύ δουλειά”. Μάλιστα, σε μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία, φαίνεται ότι το 36% των ερωτηθέντων αποδέχονται την πρόσκληση ενώ σκοπεύουν εξαρχής να την ακυρώσουν στην πορεία, ενώ στην ηλικιακή ομάδα 18-29, το ποσοστό εκτινάσσεται στο 56%. Φυσικά, αν και η έρευνα είχε ως επίκεντρο τους Γάλλους, το φαινόμενο αυτό πρόκειται για μία ευρύτερη, ίσως και παγκόσμια τακτική.
Τι κρύβεται όμως πίσω από το μήνυμα ακύρωσης την τελευταία στιγμή;
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχολογική διάσταση μιας τέτοιας κατ’ εξακολούθηση συμπεριφοράς. Αν και όλοι μας έχουμε βρεθεί λίγο πολύ σε κάποια παρόμοια κατάσταση, διαφέρει αισθητά το να το κάνουμε μία δύο φορές- είτε γιατί κάτι μας έτυχε στην πραγματικότητα είτε γιατί νιώσαμε παραπάνω εξουθενωμένοι απ’ την ημέρα μας απ’ ό,τι περιμέναμε-σε σχέση με το να αποτελεί κανόνα.
Ακόμα πιο αξιοσημείωτο δε, είναι το γεγονός ότι αρχικά αποδεχτήκαμε την πρόσκληση γεμάτοι χαρά κι ενθουσιασμό. Κάτι τέτοιο καταδεικνύει σε μεγάλο ποσοστό την προσπάθειά μας να μην απογοητεύσουμε όσους μας προσκαλούν, σαν ένα βάρος ενοχής που μας οδηγεί στην αυτοματοποιημένη απάντηση του ναι. Πρέπει να θέλουμε να βγούμε. Αν οι φίλοι μας περνάνε το σαββατόβραδό τους σε μπαράκι, πρέπει κι εμείς να θέλουμε να κάνουμε το ίδιο.
Από την άλλη, αυτό το πρέπει, δεν κατορθώνει να υπερνικήσει την ανάγκη μας για ξεκούραση ή την προσπάθειά μας να περάσουμε λίγο χρόνο με τον εαυτό μας, κι έτσι φτάνουμε στην αμήχανη στιγμή της ακύρωσης. Θα έλεγε κανείς, πως κάτι τέτοιο, μπορεί και να μαρτυράει την αδυναμία μας να υπερασπιστούμε τα δικά μας θέλω εξαρχής.
Τι επιρροή μπορεί να έχει αυτή η φαινομενικά αθώα κίνηση στον κοινωνικό μας κύκλο;
Δεν είναι σε καμία περίπτωση κακό να μάθουμε να λέμε όχι. Ίσα ίσα, που πολλές φορές μας δίνει το χώρο και τον χρόνο που χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να αποσυμπιεστούμε απ’ τη φορτωμένη καθημερινότητά μας. Κακή όμως είναι η τελευταία στιγμής ακύρωση. Μπορεί εμείς να μην κρύβαμε καμία κακή πρόθεση, αλλά ο απέναντί μας δεν το καταλαβαίνει πάντα. Ο καθένας μας τείνει να εκλαμβάνει τα γεγονότα με το δικό του πρίσμα. Άρα μια τέτοια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, μπορεί να ληφθεί ως δικαιολογία γιατί βαριέσαι να βγεις μαζί του ή ακόμα χειρότερα ως ασέβεια απέναντί του.
Επίσης, πρακτικά, όταν κάποιος σου λέει μία δύο τρεις φορές να βγείτε κι εσύ πάντα τον ακυρώνεις, πιθανότατα δεν θα σου ξαναπεί. Συνειρμικά, θα φέρει ρήξη στον φιλικό δεσμό σας και δε θα είναι πλέον επιλογή όταν εσύ θα αποφασίσεις να βγεις. Έτσι, τελικά καταλήγουμε να απομονωνόμαστε κοινωνικά.
Μήπως η πίεση του να βγεις δε θα σου κάνει και τόσο κακό;
Δυστυχώς, αρκετές φορές, ο λόγος που επιλέγουμε να μη βγούμε, δεν είναι μονάχα η ανάγκη μας για ξεκούραση, αλλά και η αναβλητικότητα και η βαρεμάρα. Μπαίνουμε στο σπίτι μετά από πολύωρη δουλειά, ξεντυνόμαστε και μετά μας παίρνει η μπάλα. Ώχου μωρέ ποιος ετοιμάζεται πάλι τώρα.
Ελάχιστες ωστόσο είναι οι φορές, που ενώ βγήκαμε στην κυριολεξία με το ζόρι, δεν καταλήξαμε να περάσουμε καλά. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, αλλά και για να μη φέρνεις τα φιλαράκια σου στην απόλυτη ξενέρα της τελευταίας στιγμής ακύρωσης, την επόμενη φορά ίσως καλό θα ήταν να το ξανασκεφτείς.