Δεν τολμώ να σε κοιτάξω ξανά στα μάτια κι αυτό είναι το αστείο. Γιατί ήσουν ο πρώτος που με κοίταξε σαν να μπορούσες να διαβάσεις κατευθείαν κάτω από το δέρμα μου. Το πρώτο εκείνο φιλί… θυμάσαι; Το φιλί που δεν είχε αρχή ούτε τέλος, μόνο μια λαίμαργη βεβαιότητα πως τα στόματά μας είχαν ξανασυναντηθεί σε κάποια άλλη ζωή. Το πάθος μας ήταν σχεδόν αγενές∙ δύο κορμιά που χόρευαν σαν να μην είχαν καμία πρόθεση να ζητήσουν άδεια από κανέναν.
Κι εκεί, σε μια στιγμή που ακόμα τη νιώθω στις γοφούς μου, με γύρισες στα τέσσερα. Ήταν ωραίο. Σκληρό. Τόσο βαθύ και τόσο έντονο που για δευτερόλεπτα έχασα το όνομά μου. Αλλά ήταν κι απόμακρο. Σαν να έκανες σ3ξ με τη σκιά μου και όχι με μένα. Σαν να ήθελες το σώμα μου, αλλά να φοβόσουν να έρθεις κοντά στη γυναίκα που αναστέναζε μπροστά σου. Ένα αποφευκτικό σ3ξ: ιδανικό για να τελειώσεις, ακατάλληλο για να συνεχίσεις.
Το παράδοξο; Εκείνη τη νύχτα ένιωσα πιο ζωντανή από ποτέ και πιο μόνη από πάντα. Σαν να συναντήθηκαν δύο πυρκαγιές και η μία απλώς… έσβησε.
Μετά ήρθε η πτώση. Ήσυχη, αθόρυβη, αλλά σίγουρη. Δεν υπήρχαν σκηνές, δεν υπήρχε δράμα. Μόνο μια καθαρή, κλινική επίγνωση ότι όσο κι αν έλιωσα στα χέρια σου, άλλο τόσο με πλήγωσες. Και τώρα δεν ξέρω πώς, ούτε αν θέλω, να προχωρήσω. Υπάρχει ένα μετέωρο βήμα ανάμεσά μας — ανοιχτό, άβολο, άλυτο.
Αλλά έχω μια σταθερά. Μια παράξενη, ανακουφιστική σταθερά: την απουσία σου.
Δεν καίει. Δεν απαιτεί. Δεν με μπερδεύει. Είναι απλώς εκεί, ήσυχη, σταθερή, σαν να μου λέει ότι ίσως κάποιες ιστορίες δεν είναι φτιαγμένες για συνέχεια — μόνο για να αφήσουν ένα σημάδι στο σώμα και μια γρατζουνιά στην ψυχή.
Κι όσο κι αν ήταν παθιασμένα τα φιλιά μας, όσο κι αν τα κορμιά μας βρήκαν τρόπο να κουμπώσουν, η αλήθεια είναι απλή: δεν ξέρω αν θέλω να ξανααναπνεύσω τον ίδιο αέρα μαζί σου. Το σώμα θυμάται. Η καρδιά πονάει. Κι εγώ… εγώ προς το παρόν ακουμπώ στη δική σου απουσία. Είναι το μόνο που δεν πληγώνει.