Παρασκευή βράδυ. Έχω ήδη πιει μισή μπύρα στο σπίτι πριν φύγω, έτσι… για θάρρος και για να με πιάνει καλύτερα το gloss. Βγαίνω για date με έναν τύπο από σ3χ app – πράγμα σπάνιο, γιατί οι περισσότεροι τελευταία θέλουν απευθείας «συνάντηση για κατανάλωση». Ο προηγούμενος μου είχε γράψει: «Έχω ένα κενό 4-6 πριν το γυμναστήριο και dinner στις 9. Έλα να σε φάω.» Κι εγώ, με όλη την αγάπη, σκέφτηκα: τι να προλάβουμε ρε μάγκα; Να με φας; Να με χωνέψεις; Να πάω και γυμναστήριο μαζί σου;
Οπότε όταν αυτός εδώ είπε «πάμε για ποτό πρώτα;», έπαθα μικρή πολιτισμική έκπληξη. Λέω, «τσουρεκάκι, αναβιώνουμε το dating;» Δεν ήμουν έτοιμη. Είχα ξεχάσει πώς είναι να μπαίνει κάποιος στο mood με τρόπο που λέει «σε βλέπω». Όχι «σε χρησιμοποιώ».
Μπαίνουμε στο μπαρ, κάθομαι, ανοίγω τσάντα, πριν προλάβω να κάνω το διακριτικό τσεκ-ιν-perimeter και να καταγράψω κινδύνους, έχει ήδη ακουμπήσει τη μέση μου. Μετά το πόδι μου. Μετά το λαιμό. Γρήγορα. Σαν να μην τον ένοιαζε ούτε ο κόσμος, ούτε η μουσική, ούτε τίποτα. Κι εγώ; Εγώ το έπαιζα cool αλλά μέσα μου έλεγα: ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ; ΜΑΣ ΒΛΕΠΟΥΝ.
Κάποια στιγμή σκύβει και μου ψιθυρίζει: «Χαλάρωσε. Είμαστε απλά ένα ερωτευμένο ζευγάρι σε ένα μπαρ.» Εγώ; Ερωτευμένο ζευγάρι; Στο πρώτο ποτό; Στο πρώτο άγγιγμα; Πριν προλάβω να αποφασίσω τι είμαστε, είχαμε γίνει ήδη θέαμα – με τον ωραίο τρόπο όμως, τον λίγο απαγορευμένο. Μπροστά μας στον τοίχο κρεμόταν μια ταμπέλα που έγραφε «Φασωθείτε». Ναι, στο πραγματικό μπαρ. Εγώ διάβαζα την ταμπέλα και το cringe alert μου έκανε σαν σειρήνα. Αλλά την ίδια στιγμή… ήθελα. Ήθελα να αφεθώ. Να μην είμαι η κλασική εκδοχή του εαυτού μου, αυτή της ανάλυσης, του ορίου, του “wait, what are we doing”. Να είμαι το κορίτσι που της πιάνουν το μάγουλο και ρίχνει το κεφάλι πίσω να τον φιλήσει χωρίς δεύτερη σκέψη.
Και το κάναμε. Φασωθήκαμε. Εκεί, στα ωμά, στα δημόσια, στα «μας κοιτάνε». Και για λίγα λεπτά ένιωσα ότι ξαναθυμήθηκα το αίσθημα του flirting IRL – όχι μέσα από pixels και uber rides.
Ύστερα έριξα μια ματιά γύρω. Ζευγάρια που ακουμπούσαν δειλά. Χέρια που πήγαιναν-ερχόντουσαν σαν να έψαχναν δικαιολογία να μείνουν λίγο πιο πολύ. Μάτια που γυάλιζαν όχι από το ποτό, αλλά από την παύση: «μήπως να το κάνουμε κι εμείς;»
Και τότε με έπιασε το meta. Είναι πράγματι cringe να φασώνεσαι στα μπαρ ή απλά είχα εγώ καιρό να βγω;
Μετά την πανδημία, τα dating apps πήραν φωτιά και το flirting στον φυσικό χώρο σχεδόν εξαφανίστηκε. Ο κόσμος έγινε πιο «ιδιωτικός» στα δημόσια και πιο «δημόσιος» στα ιδιωτικά, δηλαδή, intimate behavior στα DMs και απόσταση στα μπαρ. Κάπως έτσι η δημόσια τρυφερότητα έγινε ύποπτη: μήπως είναι needy; μήπως είναι cringe; μήπως είναι boundary issue; μήπως δεν έχουμε επίγνωση χώρου;
Αλλά η αλήθεια είναι ότι η έκθεση είναι τρομακτική όταν δεν την έχουμε ζήσει καιρό. Δεν είναι ότι οι άλλοι μας κρίνουν· είναι ότι έχουμε ξεσυνηθίσει το σώμα μας να είναι με άλλο σώμα χωρίς οθόνες ανάμεσα.
Οπότε όχι, δεν είναι cringe να φασώνεσαι στα μπαρ. Είναι ζωντανό. Είναι messy. Είναι πρωτόγονο. Είναι κοινωνικό. Το cringe είναι απλά ο φόβος ότι δε θα χωρέσουμε πια σε μια στιγμή που δεν την επιμεληθήκαμε πρώτα στο μυαλό μας.
Και τελικά; Τα καλύτερα παιχνίδια ξεκινούν στα μπαρ. Όσο κι αν προσπαθούν τα apps να μας πείσουν για το αντίθετο.