Όλοι μου οι φίλοι ξέρουν πόσο αγαπώ τις ιστορίες που είναι γεμάτες αγάπη, έρωτα και πάθος. Τους αρέσει να τις μοιράζονται μαζί μου όχι για να δημοσιευτούν. Απλά για να ειπωθούν σε κάποιον που είναι ερωτευμένος με τον έρωτα. Ή ίσως για να τις βγάλουν από μέσα τους. Γιατί αν δεν το πεις είναι σα να μην έγινε ποτέ. Μπορεί να χρειάζεσαι αυτή την επιβεβαίωση ότι σου έχει συμβεί και εσένα μια πικάντικη ιστορία.

Πάμε δέκα χρόνια πίσω. Η «Καίτη» ήταν τότε 50 χρονών:

«Δεν είναι όλες οι γυναίκες για να κάνουν οικογένεια. Εγώ δεν ήθελα. Δεν ήθελα να δεσμευτώ με γάμο και παιδιά. Κι όμως είχα μια μεγάλη σχέση. Δεκαπέντε χρόνια. Από τα τριάντα μου, μέχρι τα σαράντα πέντε. Ξαφνικά εκείνος αποφάσισε ότι δε θέλει να είμαστε άλλο μαζί. Πίστεψα πως έκλεισα ως γυναίκα. Και στο θέμα των σχέσεων και στο θέμα του σ3ξ. Μπορεί να ακούγεται περίεργο και οπισθοδρομικό. Επηρεασμένη όμως από το κοντινό μου περιβάλλον, έπεισα τον εαυτό μου ότι κανείς δε θα με προσέξει πια.

Είχα κλειστεί στον εαυτό μου και άφηνα τις μέρες να περνούν με μόνη ασχολία τη δουλεία μου και κάποιες οικογενειακές συγκεντρώσεις. Όταν κατάλαβα ότι είχα μαραζώσει ήταν αρκετά αργά. Οι φίλοι μου είχαν τραβήξει άλλους δρόμους ή έκαναν παρέα με τον πρώην και τη νέα του σύντροφο. Και όταν λέω νέα εννοώ και την ηλικία της.

Με πείραξε αρκετά αλλά με αφύπνισε κιόλας. Είχα αφήσει πέντε χρόνια να περάσουν χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Και φυσικά χωρίς σ#ξ. Άρχισα να βγαίνω από το σπίτι μου και να κάνω διάφορα πράγματα μόνη μου. Είχα χρόνια να πάω έστω για έναν καφέ, μόνη μου. Μέσα σε αυτή την αλλαγή ξεκίνησα γυμναστήριο. Εκεί συναναστρεφόμουν με πάρα πολλούς ανθρώπους. Από επιλογή έκανα παρέα με νεότερες κοπέλες. Μου άρεσε η φρεσκάδα τους.

Έτσι γνώρισα και τη Ρένια. Έκανε μια δουλεία που μου άρεσε πάρα πολύ. Διοργάνωνε εκδηλώσεις διαφόρων ειδών. Από γάμους μέχρι πριβέ πάρτι. Είχε αναλάβει εκείνη την εποχή ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί το έλεγαν φεστιβάλ. Θα γινόταν σε μια βίλα εκτός Αθηνών, με πολλά δωμάτια, μεγάλη πισίνα και εκλεκτούς καλεσμένους. Όχι ανοιχτό σε κοινό. Με πολύ αλκοόλ και μουσική, όχι απαραίτητα από ταινίες.

Με κάλεσε. Θα έμενα, λέει, μόνη, σε ένα σπιτάκι στον κήπο της βίλας, μακριά από όλους. Αν ήθελα θα μπορούσα να συμμετέχω στο φαγητό, στο πάρτι και φυσικά στα ποτά. Δέχτηκα με ενθουσιασμό, έτσι για την εκδρομή, αλλιώς βαριόμουν τον κόσμο και τη φασαρία.

Μόλις έφτασα, χάρηκα που είχα πάει. Το σπίτι ήταν τέλειο και με υπέροχη θέα. Και δεν εννοώ τη φύση.

Είχαν έρθει όλα τα άτομα της παραγωγής και ετοίμαζαν το χώρο. Είχαν να στήσουν τα τραπέζια, τις καρέκλες, τα ψυγεία και τα μπαρ.

Περιφερόμουν γύρω από την πισίνα όταν ξαφνικά αντίκρισα δυο μάτια στο χρώμα της σοκολάτας. Της γάλακτος. Καφέ, φωτεινό και γλυκό. Ένα βλέμμα καθαρό. Δεν είχε τίποτα σκοτεινό το ύφος του. Κάπου σκόνταψα και έπεσα στην αγκαλιά του. Πρόλαβα να δω μόνο τα μάτια του. Με άφησε βιαστικά και συνέχισε τη δουλειά του. Μετά που ρώτησα τη Ρένια, με ενημέρωσε ότι αυτός είναι βοηθός παραγωγής και βοηθάει στο στήσιμο του χώρου.

Η Ρένια το έβαλε σκοπό να μου τον γνωρίσει αλλά δεν ήμουν σίγουρη πως ήθελα να εμπλακώ με το προσωπικό. Παρόλα αυτά την έπιασα αγκαζέ και την άφησα να με παρασύρει σε ένα χιουμοριστικό παιχνίδι με όλους. Αστείες και πονηρές ατάκες. Πειράγματα και φλύαρα βλέμματα. Τυχαία αγγίγματα και υποσχέσεις που ήθελες να πραγματοποιηθούν ή και όχι.

Έφτασα κοντά του. Τον παρατηρούσα από μικρή απόσταση να τοποθετεί τα μπουκάλια στη σειρά. Ξανθά μαλλιά και γένια, ψηλός, αδύνατος και ένα παιδικό χαμόγελο άκρως μεταδοτικό.

Αρχίσαμε να συζητάμε. Είχε αυτό το χιούμορ που σε κάνει να γελάς και να ντρέπεσαι ταυτόχρονα. Αλλά είναι και τόσο εθ1στικό που θες να ακούσεις και άλλες ατάκες. Μιλούσαμε πολλές ώρες ενώ παράλληλα εκείνος έκανε τη δουλειά του. Ήταν προκλητικός αλλά και πολύ φιλικός. Μόλις μου είπε την ηλικία του έπαθα ένα μικρό σοκ. Τριάντα χρονών, θα μπορούσε να είναι γιός μου. Μόλις του είπα αυτή την ατάκα συνοδευόμενη από την ηλικία μου, δε γέλασε. Δεν κατάλαβα αν του φάνηκε μεγάλη η ηλικία μου ή ντεκ@υλέ. Το προσπέρασε και συνέχισε να μου μιλάει σαν να μην το είπα. Ένιωσα άβολα, σηκώθηκα να φύγω και ένιωσα ένα σφιχτό πιάσιμο το χέρι μου, έσκυψε κοντά μου και μου ψιθύρισε στο αυτί «θα σε περιμένω το βράδυ να πιούμε ποτό». Γέλασα και έφυγα χωρίς να απαντήσω.

Έψαξα να βρω τι θα φορέσω, τα άφησα πάνω στο κρεβάτι και ξάπλωσα να πάρω έναν υπνάκο. Όταν ξύπνησα η ώρα ήταν τρεις τα μεσάνυχτα. Καθώς η μουσική ακουγόταν δυνατά, ντύθηκα γρήγορα και πήγα στο μπαρ που δούλευε εκείνος.

Μου χαμογέλασε πονηρά και παράτησε το πόστο του, τραβώντας με προς στη σκάλα. Με κρατούσε από το χέρι πάλι και ένιωθα μια ασφάλεια δίπλα του. Άνοιξε τυχαία μια πόρτα και μπήκαμε σε μια κρεβατοκάμαρα. Το φιλί του απαιτητικό και τα χέρια του βιαστικά.

Μόλις βγάλαμε τα ρούχα μας και είχαμε ξαπλώσει, ανοίγει η πόρτα. Βλέπω τη Ρένια να χαμογελάει. Εγώ παγώνω. Εκείνος όχι και σπάει πρώτος τη σιωπή. «Θες να έρθεις κι εσύ μαζί μας, πιστεύω θα τα καταφέρω». Για μερικά δευτερόλεπτα σκέφτηκα να φύγω. Το θεώρησα προσβλητικό. Στην ηλικία μου να… Μετά έκλεισα το διακόπτη στο μυαλό μου και περίμενα την απάντηση της Ρένιας. Αρνήθηκε ευγενικά και έφυγε. Δεν πτοήθηκε εκείνος και συνέχισε.

Είχα να ζήσω τέτοια βραδιά πάρα πολλά χρόνια. Ήταν χορταστικός. Περιποιητικός και δοτικός. Ένιωθα ερωτευμένη. Με είχε συνεπάρει τόσο πολύ όλη η ιστορία και το πάθος που έδειχνε αυτό το αγόρι που την επόμενη μέρα το μεσημέρι του ζήτησα να έρθει στο δωμάτιό μου.

Όταν μπήκε μέσα και άρχισε πάλι να με φιλά, του ζήτησα να συνεχίσουμε την ιστορία μας στην Αθήνα. Δεν αρνήθηκε. Δε δέχτηκε όμως κιόλας. Γλυκός και ευγενικός μέχρι τέλους. Αν και όταν πέσαμε στο κρεβάτι, ξέχασε τις ευγένειες.

Και να σου πω και κάτι;

Σε κάθε ηλικία μπορείς να ζήσεις μια τρελή ιστορία. Αρκεί να είσαι ανοιχτός σε νέες προκλήσεις.

Συντάκτης: Βενετία A.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη