Με βαθιά θλίψη ο καλλιτεχνικός κόσμος της Ελλάδας αποχαιρέτησε τον μεγάλο μας δημιουργό, Διονύση Σαββόπουλο, τον δικό μας «Νιόνιο»— ο οποίος έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τρίτης, 21 Οκτωβρίου 2025, σε ηλικία 81 ετών. Ήταν λίγες ημέρες πριν, όταν πληροφορήθηκε το ευρύ κοινό πως η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί – η μάχη με τον καρκίνο, που είχε ξεκινήσει από το 2021, υπήρξε άνιση αλλά τίμια.
Στο παρόν άρθρο συγκεντρώνουμε τις συγκινητικές εκδηλώσεις τιμής και αποχαιρετισμού από πολιτικούς, καλλιτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος—μια μικρή αναφορά σε εκείνη τη συλλογική ανάσα που καλωσόρισε τον Νιόνιο στο «μεγάλο ταξίδι».
Πολιτικός κόσμος
Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, με δημόσια δήλωσή της χαρακτήρισε τον Σαββόπουλο ως «μέγιστο τραγουδοποιό μας, ενός από τους πιο επιδραστικούς δημιουργούς της σύγχρονης Ελλάδας». Μας υπενθύμισε ότι «το έργο του δεν ήταν απλώς προσφορά στην τέχνη· χαρτογράφησε την πατρίδα μας και τους ανθρώπους της».
Πώς αποχαιρέτησαν τον Διονύση Σαββόπουλο οι καλλιτέχνες που συνεργάστηκε
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη, με την οποία ο Σαββόπουλος είχε συνεργαστεί πολλές φορές και βαθιά συνυφασμένες καλλιτεχνικά πορείες, έγραψε σε ανάρτηση:
«Διονύση μου δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω, πονάει ο χαμός σου. Σε ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, για τη μαγεία που ζήσαμε, για όλα όσα μου έδωσες… Αντίο ήρωά μου, αντίο μάγε της σκηνής, αντίο σπουδαίε δημιουργέ.»

Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη έγραψε ένα μακροσκελές κείμενο γεμάτο αναμνήσεις: πρόβες, συναυλίες, ταξίδια, το στούντιο, τον διάλογο – και το «ευχαριστώ» που έδωσε ο ίδιος για μια συναυλία εν μέσω καραντίνας.
«Διονύση μου, καλλιτέχνη μου…
Τι βόμβα έσκασε στην ψυχή μου μόλις προσγειώθηκα στον Καναδά…
Α-πί-στευ-το…Τι να πρωτοθυμηθώ;
Τις παραστάσεις μας στην Πλάκα,
τη «Ρεζέρβα», τα τραγούδια της,
το στούντιο, τις πρόβες, τις συζητήσεις,
το «Μυστικό Τοπίο» στο Μέγαρο,
την πρώτη εθελοντική συναυλία για το 2004 και την τελετή λήξης,
το δημόσιο «ευχαριστώ» σου για τη συναυλία του φορτηγού στην καραντίνα (που κατάλαβες αμέσως γιατί το έκανα) —
κι ήσουν ο ΜΟΝΟΣ, με θάρρος, απ’ όλο τον καλλιτεχνικό «κόσμο» που πήρε θέση.Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φωνή σου,
τις συμβουλές σου,
το τεράστιο χιούμορ σου,
την αστείρευτη εξυπνάδα σου,
το πηγαίο ταλέντο σου,
τα μοναδικά σου τραγούδια που στολίζουν τις συναυλίες μας…Άφησες τεράστια παρακαταθήκη.
Σε ευχαριστώ για ό,τι έζησα μαζί σου — κόσμημα στην ψυχή μου.Λυπάμαι αφάνταστα που δεν θα σε αποχαιρετήσω…
ούτως ή άλλως, δεν μου άρεσαν ποτέ οι αποχαιρετισμοί με κόσμο.
Θα ζεις στην καρδιά μου,
σαν το παράπονο στη φράση:
«Εδώ και τώρα…»Διονύση μου αγαπημένε,
Νιόνιο μου…Κι έτσι, ας καίνε οι λαμπάδες στα μονοπάτια στα βουνά,
κι εσύ πάντα θα επιστρέφεις — κάθε στιγμή — ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ.Άδεια μου αγκαλιά…», έγραψε
View this post on Instagram
Ο Γιώργος Θεοφάνους, επίσης, δημοσίευσε κοινή φωτογραφία με τον Σαββόπουλο – να καπνίζουν και να πίνουν καφέ– αποδίδοντας φόρο τιμής με την εξής λεζάντα:
«Ευχαριστώ δάσκαλε για τις πρώτες κουβέντες και συμβουλές, όταν με δέχτηκες στο σπίτι σου την άνοιξη του ’87. Οι ουρανοί απόψε φωνάζουν “ζήτω το ελληνικό τραγούδι”.»
View this post on Instagram
Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης έγραψε:
«Σήμερα σιωπά μια από τις πιο ιδιαίτερες και γενναίες φωνές του τόπου μας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας δημιουργός που δεν ακολούθησε την εποχή του, τη διαμόρφωσε. Με λέξεις που χάραζαν μνήμες, με μουσικές που γίνονταν συλλογικά βιώματα, με αλήθειες που τολμούσαν να ειπωθούν όταν όλοι σιωπούσαν.
Τα τραγούδια του δεν ήταν απλώς νότες, ήταν καθρέφτες της κοινωνίας μας, του φωτός και του σκοταδιού μας. Μια πορεία γεμάτη τόλμη, ποίηση, χιούμορ, ευαισθησία και πνευματική ελευθερία. Για δεκαετίες, συντρόφεψε γενιές, άνοιξε δρόμους και ένωσε ανθρώπους μέσα από την τέχνη και τον λόγο του.
Τον αποχαιρετούμε με βαθιά συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Για όσα πρόσφερε. Για όσα τόλμησε. Για όσα θα μείνουν και θα συνεχίσουν να μας μιλούν.
Καλό ταξίδι. Οι χοροί θα κρατήσουν για να σε θυμίζουν πάντα»

Τέλος, ο Φοίβος Δεληβοριάς, με συγκλονιστική κατάθεση ψυχής, έγραψε:
«Αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις». Γιατί μπορεί να προετοιμαζόμουν καιρό γι’ αυτή την αναχώρηση -τις τελευταίες μέρες κιόλας την αισθανόμουν κάτω από κάθε βήμα που άκουγα- να όμως που ήμουν εντελώς απροετοίμαστος. Κάθομαι, λοιπόν -με την καρδιά μου να «αιμορραγεί σαν τον ουρανό»- να βγάλω λίγο από το χρέος, να αγγίξω λίγη από την ομορφιά, να νιώσω κάτι απ’ την πληγή, ν’ αφουγκραστώ λιγάκι απ’ την μεγάλη γιορτή που σε τόσα τραγούδια του ονειρεύτηκε. Αυτήν που «ο Όλιβερ Τουίστ και ο Αδόλφος», «ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ και ένας hippie», «η Παρθένα και ο Σατανάς» «πίνουν από το ίδιο το ποτήρι» και «πετούν αγκαλιασμένοι μακριά».
Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας. Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από κείνον, ήταν επειδή ήταν τόσο σίγουροι ότι τραγουδάει για κείνους μόνο –και, έκπληκτοι, την επόμενη μέρα, ανακάλυπταν πως το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους.
Παρέες παιδιών του 114, παρέες ροκάδων, γενναίοι του αντιδικτατορικού αγώνα, αριστεροί και πληγωμένοι απ’ την αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγοι του ’70 και φλώροι του ‘90, όλοι λίγο-πολύ (χώρια όμως ο ένας απ’ τον άλλον) περπάτησαν μια νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, αναλύοντας κάποιον στίχο του, ταυτιζόμενοι ή διαφωνώντας με μιαν επιλογή του, αγγίζοντας για μια στιγμή το νόημα που πάντα υποψιάζονταν από μικροί, εκείνος όμως τους το είχε κάνει τόσο άμεσο.
Γιατί τι πιο άμεσο απ’ το «Φορτηγό», το «Περιβόλι», το «Βρώμικο Ψωμί», τους «Αχαρνής» και τη «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια»; Όλα πράγματα σύνθετα και απρόσιτα, δύσκολα σαν τον τραυλό στον «Μπάλλο», σαν το «παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει» στο «Μυστικό Τοπίο», σαν τα ανάποδα φλάουτα στην «Μαύρη Θάλασσα», σαν τα ακόρντα και τα στοιχειωμένα στιχουργικά μέτρα στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Κι όμως, όλα να χτυπάνε κατ’ ευθείαν κέντρο. Ποιητικό κέντρο, μουσικό κέντρο, φιλοσοφικό, πνευματικό. Ανθρώπινο και πέρα από τον άνθρωπο.
Ένα ιερό αμφίβιο είναι το έργο του Σαββόπουλου, κάτι που ακουμπούσε και στην εδώ ζωή και στην επέκεινα. Κι αυτός ένας κανονικός τρελός, ο πιο τρελός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, ένας απρόσιτος με μάτια που δεν έβλεπαν εδώ, έτοιμος κάθε στιγμή να καταστρέψει τη ζωή, να τη ρεζιλέψει και να τη χάσει μέσα από τα χέρια του, για να τη λατρέψει το ίδιο βράδυ στη σκηνή, με ένα δόσιμο ακαταμάχητης τρυφερότητας και πάθους.
Είχα την περίεργη τύχη, 15χρονος, να δω την απόλυτη, σκληρή απογύμνωση και διαπόμπευσή του στο «Κούρεμα» στο ΖΟΟΜ της Πλάκας. Κόσμος ελάχιστος, ορκισμένων πρώην θαυμαστών του, που του πετούσε δεκάρικα και τον έβριζε, ενώ εκείνος, κουρεμένος, με μια εικόνα μέσου ανθρώπου περιέργως αποκρουστική στο ερωτευμένο με την τέχνη του ασυνείδητό μας, τραγουδούσε το «Εμείς του ‘60» και τους «Κωλοέλληνες» και έβαζε την Αρβανιτάκη με δυο όργανα να λέει αμέσως μετά το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι».
Εκεί τον αγάπησα ακόμα πιο πολύ, δεν αισθάνθηκα καμιά «προδοσία» στην συμπεριφορά του. Αντίθετα, αισθάνθηκα μιαν αποτρόπαιη τιμιότητα. Έδειχνε στους ανθρώπους του ποιος ήταν και ποιος είχε γίνει, ποιοι ήταν στο όνειρό τους και ποιοι ήταν στον καθρέφτη τους. Και δεν ήταν καθόλου ωραίο αυτό. Κυρίως γιατί μέσα στην βίαιη αυτή πράξη τα τραγούδια του είχαν γίνει λίγο σα δηλώσεις, σαν εκθέσεις ιδεών, μέσα σε όλα όσα είχε «κουρέψει» ήταν η ποιητική του απόλυτη ελευθερία.
Κι όμως και μέσα στο ύστερο έργο του, αυτό που έπεται του περίεργου αυτού «αποχαιρετισμού» στον νεανικό εαυτό του, υπάρχουν στιγμές που δεν γίνεται να συγκριθούν με τίποτε άλλο, κανενός άλλου. Η πρόζα στον «Μονομάχο», το «Φως στις 10 το πρωί» , ο «Χρονοποιός». Καθαρόαιμα, ουρανοπρεπή αριστουργήματα. Και φυσικά, καθόλου αταίριαστα με τη θυσία του.
Από μιαν άλλη «ευλογία που αγνοώ» τον έζησα πολύ κι από κοντά. Δουλέψαμε μαζί ολόκληρες σεζόν, μικρός συνοδοιπόρος του εγώ το ’96 στη «Σφεντόνα» και στην καλοκαιρινή του περιοδεία, καλεσμένος μου κι αυτός 3 σεζόν στην «Ταράτσα». Την 2η μάλιστα σεζόν του έδωσα τον χώρο για 6 Δευτέρες για να κάνει ό,τι πιο δικό του ήθελε. Μου λέει «Θα κάνω ό,τι πιο δικό μου: θα πω τραγούδια άλλων. Πάντα ήθελα να ήμουνα οι άλλοι. Ήταν όπως εγώ, αλλά ωραίοι». Κι έκανε ένα πρόγραμμα πραγματικά συγκινητικό, όπου τραγούδησε από Μάρκο σε Μίκη κι από Κραουνάκη σε Μάλαμα και Παπακωνσταντίνου με μια δική του, βραχνιασμένη παιδικότητα. «Όλα εκείνα που αγαπώ ειν’ αλλονών κι αλλιώς φαντάζουν».
Κι όμως , εμείς που γράψαμε ύστερα απ’ αυτόν, μάθαμε ότι είμαστε οι εαυτοί μας μέσα απ’ τα δικά του τραγούδια. Ήταν σαν κι αυτούς τους gamers που έχουνε φτάσει το παιχνίδι ως το τέλος και συναντάς τα χνάρια τους σε κάθε πίστα, και τους ρωτάς κάθε φορά πώς τα κατάφεραν. Όταν τον ρωτούσα, γινόταν ξαφνικά παιδί. Ήθελε, αίφνης, να μου τα χαρίσει όλα. Και πιστεύω το ίδιο θα έζησαν κι ένα σωρό «νεοι κανταδόροι», όπως υπέροχα αποκαλούσε τους νεαρούς συντρόφους του στους «Αχαρνής».
Διαφώνησα μαζί του; Μα φυσικά, πολλές φορές, όπως με όλους τους ανθρώπους που αγάπησα. Πολλά πράγματα στα οποία εκείνος έβλεπε μια ελπίδα, εγώ τα έβρισκα δυσοίωνα, κουμπωνόμουν. Δεν διανοήθηκα, όμως, ποτέ να τον κανιβαλίσω. Γιατί ήταν μια ιδιοφυία, ένας αληθινός καλλιτέχνης που έλεγε τη γνώμη του, πληρώνοντας το κόστος με τον ίδιο του τον θρόνο. Και γιατί το έργο του, το φωτεινό του έργο, δεν ήταν και δεν είναι μια εφήμερη γνώμη, δικιά του ή δικιά μας. Ήταν βγαλμένο απ’ το αίμα της καρδιάς, απ’ τον «ουρανό που αιμορραγεί» και «μας αθωώνει».
Έτυχε πριν δυο μέρες να αναρτήσω εδώ ένα κείμενο για τα 100χρονα του Μάνου Χατζιδάκι. Να, λοιπόν, που ο πανδαμάτωρ χρόνος με κάνει να αναρτώ δίπλα του ακριβώς ένα κείμενο για κείνον. Και είναι τόσο ωραία ταιριαστό να τους βλέπω ξανά δίπλα-δίπλα, τον έναν πλάϊ στον άλλον, όπως τους είδα κάποτε και ζωντανά. Και αυτή η κοινή ζωή που ένωσε κι εμένανε κι εσάς μ’αυτούς τους δύο και μ’όλους τους άλλους κρίκους της «χρυσής αλυσίδας» της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι αυτή που θα μου δώσει καύσιμα και για την υπόλοιπη ζωή, με τα σκοτάδια που μας κυκλώνουν, αυτά της ύπαρξης κι αυτά του πλανήτη, που ξεφορτώνεται τόσο εύκολα ό,τι τον έκανε για λίγο φωτεινό. Κι όμως, για να δανειστώ ξανά τα δικά του λόγια, «θα βρεθούμε κάποτε ξανά, με τα ίδια αυτά σώματα, με τα ίδια χαμόγελα», στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο περιβόλι. Και ο Διονύσης θα μας περιμένει εκεί, λυτρωμένος από τα βάρη της αρρώστιας μας, να «σμίξει παλιές κι αναμμένες τροχιές με το ροκ του μέλλοντός μας». Γεια σου, ακριβέ κι αγαπημένε μου. Θα σου χρωστώ για πάντα όλο τον εαυτό μου –κι αυτόν που λέω πως έχω κι εκείνον που δεν ξέρω ακόμα».
Η κληρονομιά του Νιόνιου
Ο Σαββόπουλος ήταν δημιουργός που διαμόρφωσε γενιές. Γράφοντας στίχους, μουσική και ερμηνεύοντας ο ίδιος τα τραγούδια του — χαρακτηριστικό που τον τοποθετεί ως «πρωτεργάτη της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών». Τα τραγούδια του, όπως «Μπάλλος», «Το Περιβόλι του Τρελλού», «Βρώμικο Ψωμί», «Τραπεζάκια Έξω» έγιναν θρυλικά — δεν ήταν απλές επιτυχίες, ήταν κοινωνικά και πολιτισμικά συμβάντα.
Η φωνή του, ο στίχος του, η σκηνική του παρουσία — όλα συνδύασαν παράδοση και νεωτερισμό, ποιητικό βλέμμα και πολιτική «σκοπιά». Όπως έγραψε κι ένας από τους αποχαιρετισμούς: «Τα τραγούδια του δεν ήταν απλώς νότες, ήταν καθρέφτες της κοινωνίας μας».
Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή σε πολλαπλά μέσα: Η οικογένειά του ανακοίνωσε πως «ο πολυαγαπημένος μας σύζυγος, πατέρας, παππούς και τραγουδοποιός έφυγε» το βράδυ της 21ης Οκτωβρίου. Τα συλλυπητήρια και τα μηνύματα συνεχίζουν να έρχονται: από ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του, από φίλους, από όσους τον θαύμασαν. Στην ουσία, δεν αποχαιρέτησε μόνο μια προσωπικότητα· αποχαιρετήσαμε έναν κόσμο που μας έκανε μουσική, μας έκανε λόγο, μας έκανε αντοχή στην τέχνη.
Η απουσία του Σαββόπουλου αφήνει κενό. Όμως, όπως έγραψε κάποιος: «Οι χοροί θα κρατήσουν για να σε θυμίζουν πάντα». Κι εμείς — εμείς που τον ακούσαμε, που τον διαβάσαμε, που τον νιώσαμε — θα συνεχίσουμε να χορεύουμε αυτά τα τραγούδια, να τα τραγουδάμε, να τα φορούμε σαν πανοπλία.
Αντίο λοιπόν, Νιόνιε. Η σκηνή σε περιμένει — κι εμείς, στην πρώτη σειρά.