Σε μια πόλη που συχνά συζητάει περισσότερο απ’ όσο πράττει, ένας άνθρωπος σε αναπηρικό αμαξίδιο χρειάστηκε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του για να γίνει το αυτονόητο. Ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Αναπηρίας, ο Κωνσταντίνος Τσιφτσόπουλος δεν περίμενε άλλη μια υπόσχεση, άλλο ένα «θα το δούμε», άλλο ένα αίτημα που θα χαθεί στα συρτάρια. Πήρε ένα τρυπάνι, βγήκε στη βροχή και άρχισε να ανοίγει ο ίδιος τον δρόμο που η πόλη αρνήθηκε να του δώσει.
Στη διασταύρωση Βενιζέλου και Παπαδοπούλου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου εδώ και έναν χρόνο τα αιτήματά του μένουν αναπάντητα, ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε μόνος του να τρυπάει το τσιμέντο. Έκανε κάτι απλό: αυτό που χρειαζόταν για να μπορεί να περάσει. Αυτό που έπρεπε να έχει γίνει χρόνια πριν — όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά για κάθε άνθρωπο με αναπηρία, για κάθε γονιό με καρότσι, για κάθε ηλικιωμένο που σκοντάφτει στις ίδιες κακοτεχνίες.

Κι όμως, αυτό το απλό πράγμα αποδείχθηκε τελικά πράξη γενναιότητας.
Οι καταστηματάρχες της περιοχής δεν εξεπλάγησαν. Το πρόβλημα είναι χρόνιο, οι τραυματισμοί συχνοί, οι αιτήσεις αμέτρητες. «Από το 2018 περιθάλπω ανθρώπους που πέφτουν εδώ», είπε φαρμακοποιός της γειτονιάς. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ήξερε. Η πόλη γνώριζε — απλώς δεν έκανε τίποτα.
Όσο ο Κωνσταντίνος έσκαβε στο πεζοδρόμιο, μαγαζάτορες και κάτοικοι άρχισαν να βγαίνουν έξω. Άλλοι του έδωσαν εργαλεία, άλλοι υλικά, άλλοι απλώς του έπιασαν το χέρι και του είπαν «μπράβο». Δεκάδες περαστικοί σταματούσαν για να βοηθήσουν όπως μπορούσαν. Μέσα σε μία ώρα είχε αφαιρέσει πέντε πέτρες και άρχιζε να απλώνει μπετόν — μούσκεμα από τη βροχή, ιδρωμένος, αλλά αποφασισμένος.
Κι έτσι, με ένα κουβά, λίγο τσιμέντο, μερικά χειροπιαστά «μπράβο» και πολλή επιμονή, έφτιαξε μια ράμπα. Τη δική του ράμπα. Τη ράμπα που δεν του έφτιαξε κανένας άλλος. Και, όπως είπε στο Parallaxi.gr, το έκανε «όχι μόνο για μένα, αλλά για όλους όσους δυσκολεύονται καθημερινά».

Αυτό δεν είναι μια ιστορία για έναν άνθρωπο με αναπηρία. Είναι μια ιστορία για μια πόλη που συνηθίζει να λειτουργεί σαν να μην κατοικούν σε αυτήν άνθρωποι με διαφορετικές ανάγκες. Για μια πολιτεία που θυμάται την προσβασιμότητα μόνο στις επετείους. Για το πώς ένα ολόκληρο σύστημα εξαναγκάζει τους πολίτες να κάνουν οι ίδιοι τις υποδομές που θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητο δικαίωμα.
Ο Κωνσταντίνος χαρακτήρισε τη ράμπα «πρόχειρη». Κι όμως, αυτό που έκανε είναι το αντίθετο της προχειρότητας: είναι η πιο καθαρή υπενθύμιση ότι η προσβασιμότητα δεν είναι πολυτέλεια, δεν είναι χάρες, δεν είναι «όταν μπορέσουμε». Είναι δικαίωμα. Είναι ασφάλεια. Είναι αξιοπρέπεια.
Η Θεσσαλονίκη δε χρειάζεται άλλες γιορτές χωρίς πράξεις, άλλες φωταγωγήσεις χωρίς σκέψη, άλλα έργα βιτρίνας χωρίς ουσία. Χρειάζεται να βλέπει τον Κωνσταντίνο και να καταλαβαίνει πως κάθε τέτοια εικόνα — ένας άνθρωπος να φτιάχνει μόνος του τη ράμπα που του στερήθηκε — είναι μια ήττα για όλους μας.
Γιατί μια πόλη που δεν μπορεί να εξασφαλίσει ασφαλή διέλευση σε όλους, δεν μπορεί να λέγεται πραγματικά πόλη.
Και μια κοινωνία που αφήνει τους πιο ευάλωτους να φτιάχνουν μόνοι τους αυτό που τους ανήκει, οφείλει να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αναρωτηθεί:
Ποιος πραγματικά χρειάζεται επισκευή;
Η ράμπα ή εμείς;