

Η τοπική κοινωνία του Ηρακλείου παρακολουθεί αποσβολωμένη ένα ανατριχιαστικό περιστατικό που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης: μια γυναίκα, περίπου 35 ετών, γέννησε μόνη της στο σπίτι και λίγο αργότερα πέταξε το νεογέννητο βρέφος σε σακούλα σκουπιδιών, τοποθετώντας το σε κάδο σε απόσταση περίπου 250 μέτρων από το σπίτι της.
Τη γυναίκα εντόπισε αιμόφυρτη ο σύντροφός της και ειδοποίησε το ΕΚΑΒ. Σύμφωνα με πληροφορίες από την ΕΡΤ, η ίδια αρνιόταν να παραδεχτεί την εγκυμοσύνη της στους διασώστες και δεν ήθελε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Η στάση της κινητοποίησε ένστικτα: ένας από τους διασώστες έψαξε γύρω από την περιοχή και τελικά εντόπισε το νεογέννητο στους κάδους.
Το βρέφος, ευτυχώς, επέζησε και νοσηλεύεται εκτός κινδύνου στο ΠΑΓΝΗ. Το ερώτημα, όμως, που σιγοκαίει στα χείλη όλων, είναι: πώς φτάνει μια γυναίκα σε αυτό το σημείο;
Η κοινωνική ρίζα ενός ασύλληπτου εγκλήματος
Όταν ακούμε για ένα τέτοιο περιστατικό, το πρώτο μας ένστικτο είναι να καταδικάσουμε. Και ναι, είναι φρικτό. Ναι, είναι αδιανόητο. Όμως δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια στην ψυχολογική και κοινωνική πολυπλοκότητα αυτών των υποθέσεων. Δεν είναι η πρώτη φορά που γυναίκα στην Ελλάδα γεννά κρυφά και εγκαταλείπει ή σκοτώνει το παιδί της. Είναι, όμως, κάθε φορά ένα χαστούκι στην κοινωνική μας συνείδηση.
Ας αναλογιστούμε: Ποια ήταν η ψυχολογική κατάσταση αυτής της γυναίκας; Είχε υποστήριξη; Είχε πρόσβαση σε περίθαλψη, ενημέρωση, ψυχική βοήθεια; Η απόφασή της να μη μιλήσει στο ΕΚΑΒ, να μην αποκαλύψει τι της συνέβη, δείχνει ενοχή—δείχνει φόβο, ντροπή, πιθανόν άρνηση, ακόμα και ψυχικό τραύμα.
Σε μια κοινωνία που η μητρότητα παρουσιάζεται μόνο ως ευλογία, δεν υπάρχει χώρος για μια γυναίκα που δε θέλει ή δεν μπορεί να γίνει μητέρα. Η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ειδικά σε μεγαλύτερες ηλικίες ή εκτός “κοινωνικών κανόνων”, αντιμετωπίζεται με στιγματισμό και σιωπή. Και η σιωπή, πολλές φορές, καταλήγει να είναι πιο θανάσιμη απ’ το ίδιο το γεγονός.
Το πρόσωπο της εγκατάλειψης δεν είναι πάντα ψυχρό
Το να πετάξεις ένα παιδί στα σκουπίδια μοιάζει με την απόλυτη πράξη απανθρωπιάς. Όμως το ίδιο το γεγονός γεννά ένα παράδοξο: γιατί η γυναίκα δεν το άφησε σε ένα νοσοκομείο; Γιατί δε ζήτησε βοήθεια; Ίσως γιατί δεν μπορούσε. Ίσως γιατί το τραύμα της εγκυμοσύνης, οι κοινωνικές πιέσεις, η ενοχή, ή μια ενδεχόμενη επιλόχεια ψύχωση, την είχαν ήδη οδηγήσει σε εσωτερική κατάρρευση.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε εκπαιδευμένοι ως κοινωνία να αναγνωρίζουμε σημάδια ψυχικού σπασμού. Η γυναίκα αυτή μπορεί να είναι άρρωστη, μπορεί να είναι απελπισμένη, μπορεί να μην είχε καν καταλάβει την εγκυμοσύνη της μέχρι αργά. Δεν το ξέρουμε ακόμα. Το βέβαιο είναι ότι κανένα παιδί δεν πρέπει να γεννιέται κάτω από τέτοιες συνθήκες. Αλλά και καμία γυναίκα δεν πρέπει να νιώθει τόσο μόνη, τόσο τρομοκρατημένη, ώστε να καταφύγει σε τέτοιες πράξεις. Γιατί σε αυτήν την περίπτωση τα θύματα είναι πάντα 2. Κι εκείνη, και το μωρό.
Ποια κοινωνία θέλουμε;
Η πράξη είναι φρικτή. Αλλά δεν είναι μεμονωμένη. Είναι καθρέφτης μιας κοινωνίας που αγνοεί τη σεξουαλική αγωγή, στιγματίζει την ψυχική ασθένεια, και μιλά για “μητέρα-θεά” χωρίς να ρωτά αν αυτή η γυναίκα ήθελε να γίνει μητέρα. Κάθε φορά που σοκαριζόμαστε, πρέπει να ρωτάμε: τι δεν κάναμε εγκαίρως;
Γιατί τα παιδιά δεν πρέπει να πετιούνται σε κάδους. Και δε θα έπρεπε να υπάρχει καν η σκέψη αυτή στη συνείδησή μας.