Μερικές φράσεις δεν έχουν θέση στον δημόσιο λόγο. Και για την ακρίβεια σε κανέναν λόγο, ποτέ και πουθενά, ούτε καν σαν εσωτερικός μονόλογος. Όχι επειδή είναι «ατυχείς», ούτε επειδή «παρερμηνεύθηκαν». Αλλά επειδή αποτυπώνουν – με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο – το πόσο βαθιά ριζωμένος είναι ο σεξισμός και η κουλτούρα του βιaσμού στην κοινωνία μας.
Κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Δέλτα στη Θεσσαλονίκη, ο επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης, Ιορδάνης Δημητριάδης, ενώ σχολίαζε την ανέγερση ενός εργοστασίου δίπλα σε κατοικίες. Λαμβάνοντας τον λόγο, ο Ιορδάνης Δημητριάδης αναφέρθηκε στην πρόθεση εγκατάστασης μονάδας επεξεργασίας ψευδαργύρου και χαλκού, σε απόσταση μόλις 50 μέτρων από κατοικίες στην περιοχή. Υπογράμμισε ότι η μεταφορά και η διαχείριση σκραπ ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για τους κατοίκους. Kι έπειτα, προχώρησε στην εξής δήλωση:
«Κι αν μη τι άλλο, αν δεν μπορούμε να το σταματήσουμε… αν δεν μπορείς να αποφύγεις τον βιaσμό, λέει, κοίταξε να το ευχαριστηθείς. Αν δεν μπορούμε να το σταματήσουμε αν μη τι άλλο να βελτιώσουμε τους όρους ».
Ο ίδιος μία μέρα μετά, βγήκε σε πρωινή εκπομπή και ζήτησε συγγνώμη για τη φράση που είπε, αναφέροντας ότι είναι αδόκιμη, αλλά αρνούμενος ότι μίλησε σ#ξιστικά και επικαλούμενος το ότι μιλούσε “για ένα σοβαρό περιβαλλοντικό ζήτημα” και ειρωνευόμενος τις αντιδράσεις που ήρθαν 48 ώρες μετά.
1. Κανείς δεν αντέδρασε
Η φράση αυτή δεν προκάλεσε άμεση κατακραυγή. Η αίθουσα «πάγωσε», σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές, αλλά καμία δημόσια αντίδραση, διακοπή ή καταγγελία δε διατυπώθηκε επιτόπου παρά μια προσπάθεια να περαστεί η φράση στα ψιλά και να προχωρήσει η συζήτηση. Και εδώ είναι το πρώτο μεγάλο πρόβλημα: Όταν τέτοιες φράσεις δεν καταδικάζονται επιτόπου, νομιμοποιούνται σιωπηλά. Η απουσία αντίδρασης, ειδικά σε θεσμικό πλαίσιο, μετατρέπεται σε σιωπηρή συνενοχή. Αν οι παριστάμενοι δε σοκαρίστηκαν αρκετά ώστε να παρέμβουν άμεσα, τότε ίσως δεν καταλαβαίνουν καν το μέγεθος του προβλήματος.
2. Η φράση ως επιτομή της κουλτούρας του βιaσμού
Η φράση «αν δεν μπορείς να αποφύγεις τον βιaσμό, κοίτα να τον ευχαριστηθείς» είναι ίσως το πιο βίαιο, τοξικό και αποκρουστικό παράδειγμα της κουλτούρας του βιaσμού και η πλήρης κανονικοποίηση της έμφυλης βίας. Υπονοεί ότι, μπροστά σε μια βίαιη πράξη χωρίς συναίνεση, η «λύση» είναι να την αποδεχτείς και – γιατί όχι – να την απολαύσεις.
Αυτό αντικατοπτρίζει το πώς ορισμένοι άνδρες (και θεσμικοί άνδρες) βλέπουν ακόμα τον βιaσμό: όχι ως φρικαλέα πράξη, αλλά ως αναπόφευκτο συμβάν. Κάτι σαν βροχούλα. Αν δεν μπορείς να κρατήσεις ομπρέλα, χαμογέλα και τραγούδα με δυο λόγια.
3. Επίκληση σε… τι, ακριβώς;
Το πιο ανατριχιαστικό όλων ίσως είναι η χρήση της φράσης για να ενισχύσει το επιχείρημά του, σαν να κάνει μια αναφορά σε κάποιο λαϊκό απόφθεγμα τόσο δημοφιλή, που όλοι ξέρουν κι όλοι αποδέχονται σαν μόνη αλήθεια.
Ο Δημητριάδης επικαλέστηκε τη φράση σαν να είναι γνωστή ρήση, σαν να κάνει χιούμορ με κάτι που «λέμε όλοι», κάτι που κυκλοφορεί.
Αλλά ποιος «λέει» κάτι τέτοιο; Σε ποιους κύκλους είναι αυτό… γνωμικό; Και γιατί να το αναπαράγει κάποιος δημόσια, εν μέσω θεσμικού διαλόγου;
Αυτή η φράση δεν ανήκει στον λαϊκό λόγο. Ανήκει στις φυλακές και στα στόματα των βιaστών. Και είναι απειλή.
Το χειρότερο απ’ όλα δεν είναι μόνο ότι ειπώθηκε αυτή η φράση. Είναι ότι κανείς δε σηκώθηκε να πει “Σταμάτα. Αυτό είναι απαράδεκτο” με ανθρωπιά, ενσυναίσθηση και ένα βασικό φίλτρο ευθιξίας. Αν το 2025 ένας άνδρας μπορεί να πει σε αίθουσα δημοτικού συμβουλίου τη φράση «κοίτα να ευχαριστηθείς τον βιaσμό» και να συνεχίσει την ομιλία του κανονικά, τότε το πρόβλημα δεν είναι ένας πολιτικός. Είναι μια ολόκληρη κοινωνία που έχει ξεχάσει τι σημαίνει να βάζεις όρια.
Και κυρίως, τι σημαίνει να υπερασπίζεσαι τα θύματα και όχι να δικαιολογείς τους θύτες.