Μια οικογενειακή τραγωδία εκτυλίχθηκε στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου, αφήνοντας πίσω της όχι μόνο θλίψη αλλά και ένα βαθύ ηθικό και κοινωνικό ερώτημα. Ένας 87χρονος άνδρας, έπειτα από μήνες που φρόντιζε την 85χρονη σύζυγό του, η οποία έδινε άνιση μάχη με τον καρκίνο σε τελικό στάδιο, αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στον «Γολγοθά» και των δυο τους. Την πυροβόλησε στο κεφάλι και στη συνέχεια αυτοκτόνησε, αφήνοντας ένα σημείωμα που εξηγούσε την αιτία της πράξης του.

Στο σημείωμα που άφησε πίσω του, εξηγούσε ότι δεν άντεχε άλλο να τη βλέπει να βασανίζεται. Πρώτα, φρόντισε να απομακρύνει τον εγγονό τους από τον χώρο και να κλειδώσει τον 61χρονο γιο του στο μπαλκόνι λέγοντας ότι «θέλω να πω κάτι στη μητέρα σου». Αφού βεβαιώθηκε πως είχε ελεύθερο το πεδίο,  έβαλε τέλος στον πόνο – με τον πιο βίαιο τρόπο.

Η γυναίκα πέθανε ακαριαία. Ο ίδιος μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπου και εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα.

 


 

Όταν η ευσπλαχνία συναντά το αδιέξοδο: Η δύσκολη συζήτηση για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία στην Ελλάδα

Το περιστατικό αυτό, πέρα από τη φρίκη και τη θλίψη που προκαλεί, ανοίγει ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο κοινωνικό και νομικό διάλογο: Πρέπει η υποβοηθούμενη αυτοκτονία να είναι μια επιλογή για όσους βρίσκονται σε τελικό στάδιο ανίατης νόσου; Και η αλήθεια είναι ότι η υποβοηθούμενη αυτοκτονία – ή αλλιώς η ευθανασία με συγκατάθεση του ασθενή – δεν είναι μια συζήτηση που γίνεται με ελαφριά καρδιά. Αγγίζει ζητήματα όπως η αξιοπρέπεια, ο πόνος, η αυτοδιάθεση, η ψυχική υγεία των φροντιστών αλλά και οι ευθύνες ενός κράτους απέναντι στους πολίτες του που υποφέρουν.

Στην Ελλάδα, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία παραμένει εκτός νόμου. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όμως, όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ελβετία, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι νόμιμη υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Ο ασθενής πρέπει να έχει πλήρη πνευματική διαύγεια, να υποφέρει από ανίατη ασθένεια, και να έχει εκφράσει επανειλημμένα την επιθυμία να τερματίσει τη ζωή του με αξιοπρέπεια. Η διαδικασία γίνεται από γιατρούς, με διαφάνεια και ιατρικά πρωτόκολλα, όχι από απελπισμένους συζύγους σε θαλάμους νοσοκομείων.

Το ζήτημα δεν είναι απλώς νομικό. Είναι βαθιά κοινωνικό. Σε μια κοινωνία που γερνάει, που οι φροντιστές είναι συχνά κι αυτοί ηλικιωμένοι, που η δημόσια υγεία δεν παρέχει επαρκή ψυχολογική και ιατρική στήριξη, τέτοια περιστατικά μπορεί να γίνουν πιο συχνά. Και χρειαζόμαστε επιλογές. Όχι απελπισμένες λύσεις.

Η υπόθεση του Ρεθύμνου δεν πρέπει να δικαιολογηθεί. Πρέπει να γίνει αφορμή για μια ψύχραιμη, θεσμική και ανθρώπινη συζήτηση για το δικαίωμα στον θάνατο με αξιοπρέπεια. Για την ανάγκη ενός σύγχρονου πλαισίου που θα προστατεύει τον ασθενή, τον φροντιστή και θα σέβεται την επιθυμία του καθενός να μην πεθάνει μέσα στον βασανισμό.

Όταν δεν υπάρχουν επιλογές, οι άνθρωποι κάνουν απελπισμένες πράξεις. Ίσως είναι καιρός να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι αυτό το θέμα δε μας αφορά.

Γιατί κάποια στιγμή, ίσως αφορά όλους μας.