Όταν μαθητές κλειδώνουν τους διευθυντές τους μέσα σε ένα σχολείο, δυο μέρες αφού μαθήτρια έχει στραφεί με μαχαίρι εναντίον συμμαθήτριάς της εντός του ίδιου σχολείου, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια πως όλα πάνε καρφί προς τον γκρεμό. Και η πράξη αυτή των μαθητών σήμερα, που προφανώς κι εκπίπτει του νόμου, έχει μια πολύ συγκεκριμένη ανάγνωση. Γιατί το σχολείο, που υποτίθεται πως είναι χώρος ασφάλειας και παιδείας, μετατράπηκε σε πεδίο σύγκρουσης ρόλων, ευθυνών και σιωπών που έχουν συσσωρευτεί καιρό.

Μαθητές, λοιπόν, φέρονται να κλείδωσαν τους δύο διευθυντές μέσα στο κτίριο, παρότι η κατάληψη που είχε προηγηθεί είχε ήδη λήξει. Οι διευθυντές, αντιλαμβανόμενοι ότι δεν μπορούσαν να εξέλθουν, κάλεσαν την αστυνομία για να ανοίξει η πόρτα. Και κάπου εδώ, η είδηση σταματά να αφορά μόνο ένα σχολείο και αρχίζει να αφορά μια ολόκληρη κοινωνία.

 


 

Το περιστατικό έρχεται σαν απόηχος από τον τραυματισμό 14χρονης μαθήτριας από 16χρονη συμμαθήτριά της εντός του σχολικού χώρου. Ένα γεγονός που συγκλόνισε την εκπαιδευτική κοινότητα και πυροδότησε καταλήψεις και κινητοποιήσεις από τους μαθητές. Όμως αυτό που ακολούθησε —η «τιμωρία» των διευθυντών— δε μοιάζει με αυθόρμητη αντίδραση. Μοιάζει με μήνυμα.

Όταν παιδιά νιώθουν την ανάγκη να εγκλωβίσουν συμβολικά ή κυριολεκτικά την εξουσία, κάτι βαθύτερο συμβαίνει καθώς οι διευθυντές, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι απλώς δύο πρόσωπα αλλά η προέκταση ενός συστήματος που στα μάτια των μαθητών δεν πρόλαβε, δεν προστάτευσε, δεν είδε εγκαίρως. Η βία μεταξύ ανηλίκων μέσα στο σχολείο δε γεννιέται σε κενό. Καλλιεργείται σε περιβάλλοντα όπου η ένταση, η ανασφάλεια, η απουσία ψυχολογικής στήριξης και η αίσθηση αδικίας συσσωρεύονται. Όταν αυτό εκρήγνυται, τα παιδιά αναζητούν υπεύθυνους. Και συχνά τους βρίσκουν εκεί όπου υπάρχει θεσμική εξουσία, ακόμα κι αν αυτή δε φέρει προσωπική ευθύνη για το τραύμα.

Το να κλειδώσεις έναν διευθυντή μέσα σε ένα σχολείο είναι μια πράξη ακραία, αλλά και βαθιά συμβολική. Αντιστρέφει ρόλους. Για λίγο, αυτοί που συνήθως ελέγχουν, βρίσκονται σε θέση αδυναμίας. Κι αυτό καθρεφτίζει ακριβώς το πώς νιώθουν πολλοί μαθητές καθημερινά: εγκλωβισμένοι σε ένα σύστημα που τους ζητά να υπακούν, χωρίς να τους ρωτά πώς είναι, τι φοβούνται, τι κουβαλάνε.

Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι μόνο πώς φτάσαμε εδώ, αλλά τι κάνουμε μετά. Γιατί αν απαντήσουμε σε τέτοια περιστατικά μόνο με αστυνομία, πειθαρχικές ποινές και τίτλους τρόμου, χάνουμε την ουσία. Τα παιδιά δε ζητούν χάος. Ζητούν ορατότητα, ασφάλεια και ενήλικες που να αντέχουν να ακούσουν δύσκολες αλήθειες.

Αν το σχολείο γίνει χώρος φόβου —είτε για τα παιδιά είτε για τους εκπαιδευτικούς— τότε κάτι έχει ήδη σπάσει. Και το να κλειδώνεις πόρτες, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, δεν το φτιάχνει. Το μόνο που κάνει είναι να μας δείχνει πόσο επείγον είναι να ξαναδούμε τι σημαίνει παιδεία, φροντίδα και ευθύνη σε μια κοινωνία που μοιάζει να αφήνει τα πιο ευάλωτα μέλη της να φωνάζουν μέχρι να ακουστούν… με τον λάθος τρόπο.