Σε μια εποχή που η μουσική ταξιδεύει χωρίς διαβατήρια και οι playlists μας αλλάζουν γλώσσα από τραγούδι σε τραγούδι ή ου οι καλλιτέχνες όλων των εθνικοτήτων συνεργάζονται σε μια ποικιλία γλωσσών και υφών, το ερώτημα δεν είναι αν «επιτρέπεται» ένα κομμάτι να ακουστεί. Είναι αν αντέχουμε ακόμη να ακούμε χωρίς να φοβόμαστε τι θα σημαίνει αυτό. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό της Φλώρινα, μια βραδιά που είχε σκοπό να ενώσει τους κατοίκους, κατέληξε να μας θυμίζει πόσο εύκολα η τέχνη γίνεται πεδίο παρερμηνειών.
Η δημοτική Αρχή της Φλώρινας έσπευσε να εξηγήσει ότι η απόφαση να παρέμβει στο παίξιμο της μπάντας κατά τη διάρκεια της ερμηνείας τους το βράδυ των φωτιών, δεν αφορούσε λογοκρισία, αλλά την αποφυγή αλυτρωτικών συμβολισμών σε μια περιοχή ιστορικά φορτισμένη. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, η συναυλία δε διακόπηκε συνολικά, αλλά συνεχίστηκε αφού ζητήθηκε αλλαγή ρεπερτορίου, με στόχο –όπως τονίζεται– να προστατευτεί το όνομα και η ευαισθησία του τόπου. Η ανησυχία για το πώς μπορεί να «εργαλειοποιηθεί» ένα πολιτιστικό γεγονός από τρίτους είναι υπαρκτή και, σε περιοχές σαν τη Φλώρινα, βαθιά ριζωμένη.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά της σκηνής, η Banda Entopica περιγράφει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Για το συγκρότημα, τα τραγούδια που ερμήνευσε δεν ήταν πολιτικά μανιφέστα, αλλά κομμάτια της κοινής βαλκανικής μουσικής μνήμης. Τραγούδια που ακούγονται εδώ και δεκαετίες –και αιώνες– σε διαφορετικές γλώσσες, από ανθρώπους που μοιράζονται ρυθμούς, δρόμους και ιστορίες, ακόμη κι αν τα σύνορα αλλάζουν. Η επιλογή τους, όπως επιμένουν, ήταν καλλιτεχνική, όχι ιδεολογική.
Η ίδια η μουσική, άλλωστε, δύσκολα χωράει σε εθνικά κουτάκια. Παραδοσιακοί ήχοι, στίχοι σε ελληνικά, σλαβικά, βουλγάρικα, τουρκικά, σερβικά ή ρομανί δεν αναιρούν την ταυτότητα κανενός· αντίθετα, θυμίζουν ότι ο πολιτισμός αυτής της γωνιάς των Βαλκανίων γεννήθηκε από ανταλλαγές και συνυπάρξεις. Όταν η τέχνη αρχίζει να μετριέται με όρους «επιτρεπτού» και «απαγορευμένου» ανάλογα με τη γλώσσα, τότε χάνει τη βασική της λειτουργία: να ανοίγει χώρους διαλόγου.
Ανησυχία προκαλούν και οι καταγγελίες του συγκροτήματος για λεκτικές επιθέσεις, απειλές και σωματική ένταση, σε ένα γεγονός που υποτίθεται πως είχε σκοπό να φέρει τον κόσμο πιο κοντά. Το ίδιο το συγκρότημα υποστηρίζει ότι η αντίδραση προήλθε από μια μικρή μειοψηφία, την ώρα που η πλειονότητα των παρευρισκομένων βρισκόταν εκεί απλώς για να ακούσει μουσική. Και αυτή η λεπτομέρεια έχει σημασία: δείχνει ότι, παρά τον θόρυβο, οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να αναγνωρίζουν τη μουσική ως κοινό τόπο.
Η ανάρτηση του συγκροτήματος
«Επειδή το θέμα έχει αρχίσει να παίρνει μεγάλη έκταση θα θέλαμε να σας πούμε τα πράγματα ως έχουν.
Όσοι έχουν βρεθεί σε συναυλίες μας θα έχουν παρατηρήσει ότι τραγουδάμε σε διάφορες γλώσσες: Ελληνικά, Σλαβικά, Βουλγάρικα, Τούρκικα, Σέρβικα και Τσιγγάνικα. Παίζουμε τραγούδια από διάφορες παραδόσεις της βαλκανικής χερσονήσου.
Αυτό που σίγουρα δεν παίζουμε είναι τραγούδια μίσους, διχασμού ή εθνικιστικά οποιουδήποτε λαού.
Όπως είπαμε και στη συναυλία μας στη Φλώρινα μετά το συμβάν, θα επαναλάβουμε ακριβώς τα ίδια λόγια:
“Η μουσική είναι για να ενώνει όλο τον κόσμο. Είμαστε εδώ άνθρωποι από διαφορετικές χώρες, πόλεις και χωριά για να γλεντήσουμε, να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε, να ενώσουμε και να γεμίσουμε αυτή την πλατεία με τα πιο όμορφα χαμόγελα, τα δικά σας”.
Και αυτό έγινε! Θέλουμε να ευχαριστήσουμε την παρέα Φωτιά Χαμάμ για την πρόσκληση και τη διοργάνωση της συναυλίας μας και να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν ήμασταν προσκεκλημένοι του δημάρχου.
Δυστυχώς δεχτήκαμε επιθέσεις και απειλές. Συγκεκριμένα ο δήμαρχος επενέβη την ώρα της εργασίας μας, προσβάλλοντας και φωνάζοντας στα μέλη τη μπάντας.
Παράλληλα, άτομο από το κοινό ανέβηκε στη σκηνή σπρώχνοντας τον τρομπετίστα μας ενώ απειλούσε ότι θα καλέσει το 100. Φράσεις όπως “εγώ πληρώνω”, “στην πόλη μου δεν θα τραγουδάτε τέτοια τραγούδια”, “ποιος σας άφησε να τραγουδήσετε σλάβικα;” που ειπώθηκαν από τον δήμαρχο, είναι απαράδεκτες και κατακριτέες.
Θεωρούμε απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι από τα περίπου 2 χιλιάδες άτομα, μόνο μια δεκαριά αντέδρασαν με αυτό τον τρόπο.
Οι υπόλοιποι ήταν εκεί για αυτό που κάνουμε όλοι μαζί: μουσική, γλέντι, ενότητα.
Και κάτι ακόμη, που θεωρούμε θεμελιώδες: όλα αυτά συνέβησαν την ώρα της εργασίας μας και το λιγότερο που μπορεί να ζητήσει κάθε εργαζόμενος είναι αδιαπραγμάτευτα σεβασμός στην αξιοπρέπεια, στην τέχνη και στον κόπο του. “Εμείς, τα εντόπικα, θα τραγουδάμε. Άλλωστε, το λέει και το όνομα μας.”
Με αγάπη και σεβασμό, Banda Entopica».
Η τέχνη συχνά καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε ιστορικές μνήμες, πολιτικές ευαισθησίες και την ανάγκη της ελεύθερης έκφρασης. Και ίσως το ζητούμενο δεν είναι να «σιωπήσουν» οι νότες που μας δυσκολεύουν, αλλά να μάθουμε να τις ακούμε χωρίς φόβο. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, η μουσική δε γράφτηκε για να χωρίζει. Γράφτηκε για να ενώνει – ακόμη κι όταν μας αναγκάζει να κοιταχτούμε λίγο πιο ειλικρινά στον καθρέφτη.